Κάθε προειδοποίηση για επικείμενη διάλυση του ευρώ έχει αποδειχθεί λάθος, γράφει στους New York Times, ο Πολ Κρούγκμαν. «Οι κυβερνήσεις ό,τι κι αν έλεγαν κατά τη διάρκεια των εκλογών, ενδίδουν στις απαιτήσεις της τρόικας. Στο μεταξύ, η ΕΚΤ παρεμβαίνει για να καθησυχάσει τις αγορές. Αυτή η διαδικασία έχει συντηρήσει το κοινό νόμισμα, αλλά επίσης συντηρεί και την βαθιά καταστροφική λιτότητα. Δεν πρέπει να αφήσουμε μερικά τρίμηνα μέτριας ανάπτυξης των οφειλετών να επισκιάσουν το τεράστιο κόστος πέντε χρόνων μαζικής ανεργίας.» αναφέρει ο νομπελίστας οικονομολόγος σε άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα.

«Μου φαίνεται ότι η τρόικα – ήρθε η ώρα να μπει τέλος στο πρόσχημα ότι κάτι άλλαξε και να πάρει πίσω το παλιό όνομα – θα ήλπιζε ότι η Ελλάδα θα επαναλάβει αυτή την ιστορία. Είτε ο Τσίπρας θα έκανε το συνηθισμένο, εγκαταλείποντας ένα μεγάλο μέρος του συνασπισμού του – και ίσως εξαναγκαζόταν σε μια συμμαχία με την κεντροδεξιά – είτε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα έπεφτε. Και αυτό ακόμη μπορεί να συμβεί» αναφέρει ο Κρούγκμαν.

«Πρώτον, αν κερδίσει το δημοψήφισμα, η ελληνική κυβέρνηση θα ενδυναμωθεί από τη δημοκρατική νομιμότητα που σημαίνει κάτι στην Ευρώπη. Αν πάλι δεν σημαίνει αυτό θα πρέπει να το γνωρίζουμε. Την ίδια ώρα μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σε δύσκολη θέση πολιτικά, με τους ψηφοφόρους έξαλλους με τις ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις για λιτότητα αλλά απρόθυμους να εγκαταλείψουν το ευρώ. Ήταν πάντα δύσκολο να σκεφτούμε πως αυτές οι επιθυμίες θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν. Είναι ακόμη πιο δύσκολο τώρα. Το δημοψήφισμα, στην πραγματικότητα, ρωτά τους ψηφοφόρους ποια είναι η προτεραιότητά τους και δίνει στον Τσίπρα την εντολή να κάνει αυτό που πρέπει, εφόσον η τρόικα συνεχίζει να πιέζει» αναλύει ο Κρούγκμαν.

«Αν με ρωτάτε, ήταν μια πράξη τερατωδώς ανόητη εκ μέρους των κυβερνήσεων, των πιστωτών και των θεσμικών οργάνων το να σπρώξουν τα πράγματα έως αυτό το σημείο. Αλλά το έκαναν. Δεν μπορώ να κατηγορήσω τον Τσίπρα επειδή στρέφεται στους ψηφοφόρους αντί να στραφεί εναντίον τους» καταλήγει στο άρθρο του ο Πολ Κρούγκμαν.