Τους λόγους που επέβαλαν την αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου και την επέκταση του ισχύοντος συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια εκθέτει σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος.

Ο υπουργός απαντά σε επιστολή του Αρχιεπισκόπου στην οποία εξέφραζε τον προβληματισμό του για την νομοθετική πρωτοβουλία. Μάλιστα ο κ. Παρασκευόπουλος απευθυνόμενος στον Αρχιεπίσκοπο αναφέρει : «αντιλαμβάνομαι ότι για την Εκκλησία η επαφή των ομοφύλων συνιστά αμαρτία, γνωρίζω όμως επίσης καλά ότι για την έννομη και δη τη συνταγματική τάξη συνιστά δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και στη διαφορά. Άλλωστε, η χώρα μας σέβεται τους θεσμούς της Ευρώπης και μάλιστα τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν είναι καθόλου αμελητέο ζήτημα μάλιστα το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα, ιδίως τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, έχουν αναγνωρίσει ανάλογο θεσμό και καλούν τη χώρα μας να πράξει το ίδιο.

Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι ο υπουργός θίγει και το θέμα της υιοθεσίας χωρίς, μάλιστα, να το αποκλείει λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Αναφορικά δε με τη θέσπιση της δυνατότητας σύναψης γάμου ανεξαρτήτως φύλου και μιας μεταρρύθμισης του θεσμού της υιοθεσίας, η σοβαρότητα αυτών των ζητημάτων επιβάλλει να μην υπάρξει βιασύνη. Προφανώς θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο μιας συνολικής επανεξέτασης του οικογενειακού δικαίου, όπου η Εκκλησία και όλοι οι εμπλεκόμενοι κοινωνικοί φορείς θα μπορέσουν να εκθέσουν αναλυτικά τις απόψεις τους».

Ο κ. Παρασκευόπουλος στην επιστολή του υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι:
– Η Πολιτεία σέβεται τη διαχρονική πρόταση ζωής που έχει η Εκκλησία για τον άνθρωπο και την προάσπιση εκ μέρους της μόνο του χριστιανικού γάμου. Η νομοθετική πρωτοβουλία της Πολιτείας για την επέκταση του ισχύοντος συμφώνου συμβίωσης με κανένα τρόπο δεν συνιστά εύνοια ή πολύ περισσότερο προτίμηση ενός άλλου τύπου γάμου ή υποτίμηση της οικογένειας. Ο γάμος και η οικογένεια αποτελούν πάντοτε βασικά κύτταρα της ιστορίας του τόπου μας και διαχρονικά ρυθμίζονται και προστατεύονται θεσμικά».

– Η Πολιτεία οφείλει να σέβεται την επιλογή των ανθρώπων, πιστών ή όχι, να διαμορφώνουν και άλλες μορφές σχέσεων αγάπης και συνύπαρξης, πέραν του γάμου, παρέχοντας ένα πλαίσιο νομικών εγγυήσεων που θα διασφαλίζει την προστασία των ευάλωτων μερών και θα συμβάλλει σε μια αρμονική κοινωνική συμβίωση.
-Η πλήρης απουσία ρύθμισης θα ήταν επικίνδυνη για όλους, για την κοινωνική πραγματικότητα και τις ανάγκες της και ιδίως για το κράτος δικαίου: θα ανέκυπταν διαρκώς δυσκολίες στις επαφές με τις δημόσιες αρχές, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική ασφάλιση, στην εργασία και γενικά αδικίες και ταλαιπωρίες που δεν θα μπορούσαν να γίνονται ανεκτές ουδέτερα ή τιμωρητικά από την οργανωμένη κοινωνία.
-Η Πολιτεία οφείλει εξάλλου να ανταποκριθεί στη νομική και αξιακή της δέσμευση για το σεβασμό της ετερότητας κάθε προσώπου και για τη σταδιακή άρση των διακρίσεων λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού

Ολόκληρη η επιστολή Παρασκευόπουλου
Μακαριώτατε,
Σας ευχαριστώ θερμά για τις ευχές για καλή ευόδωση της θητείας μου και για τους προβληματισμούς τους οποίους θέτετε υπόψη μου με την από 12/6/2015 επιστολή Σας. Στους κρίσιμους αυτούς καιρούς η επικοινωνία των πολιτικών λειτουργών με την Εκκλησία της Ελλάδας, με την οποία η ελληνική Πολιτεία συνδέεται ιστορικά και θεσμικά, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τιμώντας τον μακρόχρονο αυτό δεσμό, αλλά και τους πολίτες εκείνους που με το λόγο σας εκπροσωπείτε ως πιστούς, επιθυμώ με τη σειρά μου να Σας απαντήσω, με ειλικρινές πάντοτε πνεύμα διαλόγου.
Επιτρέψτε μου καταρχάς να Σας βεβαιώσω ότι η Πολιτεία σέβεται τη διαχρονική πρόταση ζωής που έχει η Εκκλησία για τον άνθρωπο και την προάσπιση εκ μέρους της μόνο του χριστιανικού γάμου. Η νομοθετική πρωτοβουλία της Πολιτείας για την επέκταση του ισχύοντος συμφώνου συμβίωσης με κανένα τρόπο δεν συνιστά εύνοια ή πολύ περισσότερο προτίμηση ενός άλλου τύπου γάμου ή υποτίμηση της οικογένειας. Ο γάμος και η οικογένεια αποτελούν πάντοτε βασικά κύτταρα της ιστορίας του τόπου μας και διαχρονικά ρυθμίζονται και προστατεύονται θεσμικά. Μια ένσταση περί προώθησης με το συγκεκριμένο θεσμό της πολυγαμίας ή της παλλακείας θα μπορούσε άλλωστε να διατυπωθεί και για την ίδια τη δυνατότητα διάλυσης του γάμου. Η δυνατότητα αυτή ωστόσο δεν αναγνωρίζεται μόνο από την Πολιτεία αλλά και από την ίδια την Εκκλησία, προκειμένου να μη συνεχίζονται δεσμοί που δεν ανταποκρίνονται πλέον στα αισθήματα των εμπλεκόμενων προσώπων. Η Πολιτεία οφείλει να σέβεται την επιλογή των ανθρώπων, πιστών ή όχι, να διαμορφώνουν και άλλες μορφές σχέσεων αγάπης και συνύπαρξης, πέραν του γάμου, παρέχοντας ένα πλαίσιο νομικών εγγυήσεων που θα διασφαλίζει την προστασία των ευάλωτων μερών και θα συμβάλλει σε μια αρμονική κοινωνική συμβίωση.

Συμμερίζομαι επίσης την ανησυχία της Εκκλησίας για τον ατομικισμό που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες και που μπορεί να ευθύνεται για την ψυχική και κοινωνική απομάκρυνση των προσώπων από την κοινοτική και οικογενειακή συνύπαρξη και αλληλεγγύη. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης, δηλαδή η θεσμική κατοχύρωση μιας πιο «χαλαρής» από το γάμο μορφής συμβίωσης δεν προωθεί τον ατομικισμό, αλλά την αυτονομία, δηλαδή την εντός πλαισίων ελεύθερη διαμόρφωση των σχέσεων και την ανάληψη της σχετικής διαπροσωπικής ευθύνης. Υπό την έννοια αυτή, συμβάλλει στη διαμόρφωση πολλών και διαφορετικών «εμείς», συνειδητών, ελεύθερων και συνάμα υπεύθυνων. Η αντίληψη που διαπνέει τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση του συμφώνου συμβίωσης είναι η εξής : η πρόταξη του παραδοσιακού τύπου γάμου και οικογένειας δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε επιβολή. Επιβολή όμως θα συνιστούσε η αποστέρηση οποιουδήποτε ρυθμιστικού πλαισίου για τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις εκείνων που συμβιώνουν με άλλους τρόπους και δεσμούς. Η πλήρης απουσία ρύθμισης θα ήταν επικίνδυνη για όλους, για την κοινωνική πραγματικότητα και τις ανάγκες της και ιδίως για το κράτος δικαίου: θα ανέκυπταν διαρκώς δυσκολίες στις επαφές με τις δημόσιες αρχές, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική ασφάλιση, στην εργασία και γενικά αδικίες και ταλαιπωρίες που δεν θα μπορούσαν να γίνονται ανεκτές ουδέτερα ή τιμωρητικά από την οργανωμένη κοινωνία.

Με δυο λόγια, η έμμεση κρατική πίεση προς τους πολίτες να επιλέξουν ένα συγκεκριμένο τύπο για τη συμβίωσή τους δεν θα ταίριαζε ούτε με τα θεσμικά προτάγματα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, ούτε, τολμώ να πω, με τη χριστιανική φιλαλληλία και την αρχή ότι το πρόσωπο επιτυγχάνει τη σωτηρία του μέσα από επιλογές που πραγματώνει με ελεύθερη βούληση.

Η Πολιτεία οφείλει εξάλλου να ανταποκριθεί στη νομική και αξιακή της δέσμευση για το σεβασμό της ετερότητας κάθε προσώπου και για τη σταδιακή άρση των διακρίσεων λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Αναφορικά δε με τη θέσπιση της δυνατότητας σύναψης γάμου ανεξαρτήτως φύλου και μιας μεταρρύθμισης του θεσμού της υιοθεσίας, η σοβαρότητα αυτών των ζητημάτων επιβάλλει να μην υπάρξει βιασύνη. Προφανώς θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο μιας συνολικής επανεξέτασης του οικογενειακού δικαίου, όπου η Εκκλησία και όλοι οι εμπλεκόμενοι κοινωνικοί φορείς θα μπορέσουν να εκθέσουν αναλυτικά τις απόψεις τους.

Αντιλαμβάνομαι ότι για την Εκκλησία η επαφή των ομοφύλων συνιστά αμαρτία, γνωρίζω όμως επίσης καλά ότι για την έννομη και δη τη συνταγματική τάξη συνιστά δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και στη διαφορά. Άλλωστε, η χώρα μας σέβεται τους θεσμούς της Ευρώπης και μάλιστα τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν είναι καθόλου αμελητέο ζήτημα μάλιστα το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα, ιδίως τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, έχουν αναγνωρίσει ανάλογο θεσμό και καλούν τη χώρα μας να πράξει το ίδιο.

Θα ήθελα τέλος να υπογραμμίσω ότι η ανάρτηση μιας σχετικής ρύθμισης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν συνιστά τη θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, η οποία θα ακολουθήσει. Αποτελεί όμως ένα πιο έγκαιρο βήμα δημόσιου διαλόγου για τη μεταρρύθμιση του ήδη ισχύοντος από το 2008 συμφώνου συμβίωσης.

Κλείνοντας, θα ήθελα να Σας ευχαριστήσω ξανά για τους προβληματισμούς που μου κάνατε την τιμή να εκθέσετε και να εκφράσω την ελπίδα η δημόσια επικοινωνία να αποτελεί πάντοτε τη βάση των αρμονικών σχέσεων της Πολιτείας με την Εκκλησία.

Με σεβασμό

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ