Περισσότεροι από 100 Αμερικανοί στο Ντάλας μπορεί να έχουν εκτεθεί στο δυνητικά θανατηφόρο ιό του Έμπολα, ο οποίος θερίζει τη Δυτική Αφρική, μετά το πρώτο διαπιστωμένο περιστατικό εκδήλωσης της ασθένειας σε αμερικανικό έδαφος την προηγούμενη εβδομάδα.

Το στέλεχος του ιού, που έχει προκαλέσει το θάνατο περισσοτέρων από 3.000 ανθρώπων στη Δυτική Αφρική, έχει ποσοστό θνησιμότητας της τάξης του 55%.

Αυτό δεν είναι τόσο υψηλό, όσο άλλα στελέχη του ιού, που έχουν πλησιάσει ακόμη και το 90%. Για την ακρίβεια, το συγκεκριμένο στέλεχος έχει καταφέρει να εξαπλωθεί με μεγαλύτερη «άνεση» σε σχέση με άλλα, εν μέρει επειδή οι ασθενείς φέρουν τον ιό για μεγαλύτερο διάστημα μέχρι να αναρρώσουν ή να πεθάνουν. Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να καθιστά τα θύματα του ιού, στατιστικά, περισσότερο πιθανό να πεθάνουν αφού κολλήσουν τον ιό.

Ωστόσο, όπως αναφέρει δημοσίευμα στην ιστοσελίδα της βρετανικής εφημερίδας The Telegraph, ο ιός του Έμπολα δεν είναι ο πιο θανατηφόρος που έχει φτάσει ποτέ στις αμερικανικές ακτές.

1. Αμοιβαδική μηνιγγοεγκεφαλίτιδα

Πρόκειται για μια σπάνια, αλλά πολύ θανατηφόρα ασθένεια, η οποία «χτυπά» το νευρικό σύστημα.

Μόνο πέντε άνθρωποι έχουν επιζήσει από αυτήν την ασθένεια, ανεβάζοντας το ποσοστό θνησιμότητας εξαιτίας αυτής στο 97%.

Η μόλυνση μπορεί να συμβεί αν το μολυσμένο, στάσιμο γλυκό νερό εισέλθει βαθιά μέσα στη ρινική κοιλότητα. Τις πρώτες μέρες της λοίμωξης τα συμπτώματα είναι λίγα, πέραν της απώλειας της αίσθησης της όσφρησης. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί πεθαίνει μέσα σε 14 ημέρες από την έκθεση.

Από το 1975 έχουν αναφερθεί περίπου 60 περιστατικά στις ΗΠΑ, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν καταγραφεί λιγότερα από 300, αναφέρει δημοσίευμα της Telegraph.

Λύσσα

Η λύσσα εξακολουθεί να υπάρχει σε πολλά μέρη του κόσμου, εκτός από την Ιαπωνία, μέρη της Δυτικής Ευρώπης, της Αυστραλασίας και της Ανταρκτικής, προκαλώντας το θάνατο 55.000 ανθρώπων κάθε χρόνο.

Μεταδίδεται μέσα από δαγκώματα ή τραυματισμούς στους οποίους εμπλέκονται μολυσμένα ζώα. Η ασθένεια οδηγεί στο θάνατο σχεδόν πάντα, όταν παρουσιαστούν τα συμπτώματα, συνήθως έναν με τρεις μήνες μετά τη μόλυνση.

Άνθρακας

Ο άνθρακας σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, μέχρι την ανακάλυψη του εμβολίου από τον Louis Pasteur. Η ασθένεια –που συνήθως χτυπούσε ζώα από τα σπόρια των βακτηρίων στο έδαφος- είναι πλέον πολύ σπάνια στα οικόσιτα ζώα και τον άνθρωπο.

Η πιο επικίνδυνη μορφή, ο εισπνεόμενος άνθρακας, είχε ποσοστά επιβίωσης της τάξης του 10-15% για τους ασθενείς.
Το τελευταίο θανατηφόρο περιστατικό στις ΗΠΑ σημειώθηκε το 1976 στην Καλιφόρνια.

Το 2001 γραφεία μέσων ενημέρωσης και δύο δημοκρατικών γερουσιαστών έλαβαν γράμματα που περιείχαν σπόρια άνθρακα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άνθρωποι και να μολυνθούν άλλοι 17.

Πανούκλα

Η Μαύρη Πανώλη (Μαύρος Θάνατος) ήταν μία από τις τρεις παγκόσμιες πανδημίες της ιστορίας, που στοίχισε τη ζωή σε σχεδόν 200 εκατομμύρια ανθρώπους.

Η ασθένεια εξακολουθεί να υπάρχει, ακόμη και σε αναπτυγμένες χώρες. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Telegraph, από το 1990 έως το 2005 είχαν καταγραφεί συνολικά 107 περιστατικά πανούκλας στις ΗΠΑ.

Τα ποσοστά θνησιμότητας από την πνευμονική πανώλη πλησιάζουν το 100% αν δεν γίνει θεραπεία, ενώ ορισμένα στελέχη της βουβωνικής πανώλης έχουν ποσοστά θνησιμότητας της τάξης του 70%.

HIV/AIDS

Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατης έρευνας, το πρώτο περιστατικό της πανδημίας του HIV/AIDS εντοπίζεται στην Κινσάσα, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη δεκαετία του 1920. Από τότε έχει εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο, μολύνοντας περίπου 75 εκατ. ανθρώπους και σκοτώνοντας 36 εκατ. από αυτούς.

Είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς σε μια ακριβή εικόνα σε ό,τι αφορά τα ποσοστά θνησιμότητας από τον ιό HIV, καθώς οι θεραπείες διαφέρουν σημαντικά σε όλο τον κόσμο και συνεχώς αναπτύσσονται νέες, ενώ πολλοί ασθενείς πεθαίνουν χρόνια ή ακόμα και δεκαετίες μετά τη μόλυνσή τους εξαιτίας ασθενειών, που σχετίζονται με αυτόν.

Ωστόσο, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του Κέντρου Ελέγχου Λοιμωδών Νοσημάτων, το ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα σε αυτούς που δε λαμβάνουν θεραπεία, σε μια ανεπτυγμένη χώρα, ανέρχεται στο 80-90% στα πρώτα πέντε χρόνια από την έκθεση στον ιό.