Η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα με σωματίδια και χημικές ουσίες, κυρίως από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, τις πηγές θέρμανσης και τη λειτουργία των βιομηχανιών, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου των πνευμόνων και καρδιοπάθειας.

Αυτό έδειξαν δύο νέες μεγάλες ευρωπαϊκές επιστημονικές έρευνες (η μία με ελληνική συμμετοχή), που έρχονται να προστεθούν σε προηγούμενες, οι οποίες επίσης έχουν δείξει τις σοβαρές συνέπειες που μπορεί να έχει η ρύπανση για την υγεία.

Η πρώτη μελέτη, με επικεφαλής τον Όλε Ραάσου-Νίλσεν του Κέντρου Ερευνών της Δανικής Εταιρίας Καρκίνου, η οποία δημοσιεύτηκε στο ογκολογικό περιοδικό «Lancet Oncology», σύμφωνα με τη Guardian, δείχνει ότι η μακρόχρονη έκθεση ενός ανθρώπου, ακόμα και σε χαμηλά επίπεδα ρύπανσης του αέρα, αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο των πνευμόνων (ιδίως για αδενοκαρκίνωμα, την μοναδική από τις τέσσερις κυριότερες μορφές του καρκίνου των πνευμόνων, η οποία εμφανίζεται συχνά και σε μη καπνιστές).

Οι επιστήμονες εξέτασαν την επίπτωση των αερίων οξειδίων του αζώτου και των στερεών σωματιδίων με διάμετρο κάτω των 2,5 μικρομέτρων (ΡΜ2,5) και των 10 μικρομέτρων (ΡΜ10). Για τον σκοπό αυτό, έκαναν συγκριτική αξιολόγηση σε 17 δημοσιευμένες μέχρι σήμερα μελέτες σε εννέα ευρωπαϊκές χώρες, που συνολικά αφορούσαν τη σχέση ρύπανσης-καρκίνου σε περίπου 313.000 ανθρώπους.

Η ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για κάθε αύξηση της ρύπανσης κατά πέντε μικρογραμμάρια σωματιδίων ΡΜ2,5 ανά κυβικό μέτρο του αέρα, ο κίνδυνος για καρκίνο των πνευμόνων αυξάνει κατά 18% κατά μέσο όρο, ενώ για κάθε αντίστοιχη αύξηση κατά δέκα μικρογραμμάρια των σωματιδίων ΡΜ10 ανά κυβικό μέτρο αέρα, ο κίνδυνος αυξάνει κατά 22%. Αντίθετα, δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στα επίπεδα των οξειδίων του αζώτου και στον καρκίνο των πνευμόνων.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι ακόμα και σε επίπεδα σωματιδίων στον αέρα, τα οποία είναι κάτω από τα όρια ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μακρόχρονη ρύπανση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία. Τα όρια αυτά είναι 40 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα για τα σωματίδια ΡΜ2,5 και 25 μικρογραμμάρια για τα ΡΜ2,5 (πρόκειται για τον μέσο ετήσιο όρο, που είναι υψηλότερος από τα 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας).

«Δεν διαπιστώσαμε ότι υπάρχει κάποιο κατώφλι κάτω από το οποίο δεν υπάρχει καθόλου κίνδυνος. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το «περισσότερο είναι χειρότερο και το λιγότερο είναι καλύτερο», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων είναι η καθηγήτρια Αντωνία Τριχοπούλου, η καθηγήτρια Κλέα Κατσουγιάννη, η Κωνσταντίνα Δημακοπούλου, η Ευαγγελία Σαμόλη και η Χριστίνα Μπάμια, όλες από την Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών.

Η δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής τον Νίκολας Μιλς του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, η οποία δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό Lancet, σύμφωνα με το BBC, δείχνει ότι ακόμα και η βραχύχρονη έκθεση ενός ανθρώπου στη ρύπανση της ατμόσφαιρας αυξάνει τον κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο για καρδιολογικό πρόβλημα ή για πρόωρο θάνατο λόγω καρδιοπάθειας.

Οι ερευνητές έκαναν συγκριτική αξιολόγηση στοιχείων από 35 δημοσιευμένες μελέτες, οι οποίες αφορούν την επίπτωση στην καρδιά που προκαλεί η ρύπανση από αέριες χημικές ουσίες (μονοξείδιο άνθρακα, διοξείδιο θείου, διοξείδιο αζώτου, όζον κ.α.) και από μικροσωματίδια ΡΜ2,5 και ΡΜ10.

Η ανάλυση δείχνει ότι ο κίνδυνος εισαγωγής στο νοσοκομείο ή πρόωρου θανάτου λόγω καρδιολογικού προβλήματος αυξάνεται κατά μέσο όρο κατά 3,52% για κάθε αύξηση ενός μέρους ανά εκατομμύριο (ppm) του μονοξειδίου του άνθρακα, 2,36% για κάθε αύξηση ανά 10 μέρη ανά δισεκατομμύριο του διοξειδίου του θείου, 1,70% για κάθε αύξηση κατά 10 μέρη ανά δισεκατομμύριο του διοξειδίου του αζώτου και περίπου 2% για κάθε αύξηση κατά 10 μικρογραμμαρίων των σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο του αέρα.

Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για τους καρδιοπαθείς και για όσους ζουν κοντά σε δρόμους υψηλής κυκλοφορίας, ενώ επισημαίνουν ότι το 2013 έχει χαρακτηρισθεί «Έτος Αέρα» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που θα έπρεπε να ευαισθητοποιήσει περαιτέρω τις αρμόδιες Αρχές. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ρύπανση του αέρα στις πόλεις του πλανήτη σκοτώνει περίπου 1,3 εκατ. ανθρώπους κάθε χρόνο.