Τη δημιουργία μιας τράπεζας για τη νόσο Αλτσχάιμερ προωθούν επιστήμονες από όλη την Ελλάδα. Μόνο που στην τράπεζα αυτή δεν θα καταθέτονται χρήματα, αλλά νευρολογικά βιολογικά υλικά τα οποία θα μελετώνται προκειμένου να βρεθούν τρόποι πρόληψης ή και θεραπείας της νόσου Αλτσχάιμερ, η οποία προς το παρόν παραμένει ανίατη. Ουσιαστικά πρόκειται για μια βιοτράπεζα στην οποία θα φυλάσσονται δείγματα αίματος, ούρων, γενετικού υλικού, εγκεφαλονωτιαίων υγρών και εγκεφαλικού ιστού.

Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η βιοτράπεζα υπάρχει άτυπα και προκειμένου να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση για να λειτουργήσει, πριν περίπου δυο μήνες, κατατέθηκε για έγκριση στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας ένα πρόγραμμα στο οποίο μετέχουν όλες οι πανεπιστημιακές νευρολογικές κλινικές της Ελλάδας.

«Εμείς στη Θεσσαλονίκη ήδη από το 1995 πήραμε τον πρώτο εγκέφαλο από μία νοσηλεύτρια η οποία είχε δωρίσει τα όργανά της. Η γυναίκα αυτή είχε διαταραχές του λόγου χωρίς όμως να έχει πάθει εγκεφαλικό. Σήμερα έχουμε περίπου 10 εγκεφάλους, μεταξύ των οποίων της μητέρας μου και της θείας μου, που τους είχαμε εξετάσει πολύ καλά και έχουμε όλο το ιστορικό τους. Εκτός από αυτό όμως έχουμε 1500 δείγματα DNA-RNA, ανάλογα δείγματα αίματος, δείγματα ούρων από κάποιους ασθενείς και εγκεφαλονωτιαία υγρά. Τώρα προσπαθούμε να το οργανώσουμε και καταθέσαμε ένα πρόγραμμα στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας για να δημιουργήσουμε τη βιοτράπεζα σε πανελλήνιο επίπεδο. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν όλες οι πανεπιστημιακές νευρολογικές κλινικές της Ελλάδας, οι οποίες συλλέγουν υλικό. Σε πρώτη φάση η κάθε νευρολογική κλινική αποθηκεύει το υλικό στο δικό της χώρο και όταν χρειάζεται θα συνεργαζόμαστε για να μπορέσουμε να βγάζουμε συμπεράσματα. Ο σκοπός είναι να μαζέψουμε όλα αυτά τα υλικά για περαιτέρω έρευνα προκειμένου να βρούμε κάποιους τρόπους με τους οποίους θα μπορούμε να προφυλάξουμε ή και να θεραπεύσουμε την νόσο» επισήμανε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια νευρολογίας του ΑΠΘ και πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Νόσου Alzheimer, Μάγδα Τσολάκη.

Όσον αφορά τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ, μιλώντας σε ημερίδα με θέμα «Νέες τεχνολογίες για ενεργό γήρανση» η κ Τσολάκη τόνισε ότι η νόσος εξακολουθεί να παραμένει ανίατη ενώ άκαρπες απέβησαν οι τελευταίες κλινικές μελέτες διάρκειας 5 χρόνων των Johnson & Johnson, Pfizer και Eli Lilly για δύο φάρμακα με σκοπό την εξαφάνιση του β-αμυλοειδούς, μιας πρωτεΐνης που ενοχοποιείται για τη νόσο. Επίσης το Μάιο του 2013 η Baxter International INC ανακοίνωσε ότι δεν πέτυχε τους στόχους της η φάση ΙΙΙ της κλινικής μελέτης της ανοσοσφαρίνης στην ήπιας και μέσης βαρύτητας νόσο Αλτσχάιμερ. Σήμερα οι επιστήμονες εξετάζουν μήπως εκείνο που πρέπει να απομακρυνθεί από τον εγκέφαλο είναι το πεπτίδιο η αμυλίνη και όχι το β αμυλοειδές.

Η Ελλάδα μετά τη Γερμανία και την Ιταλία συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών (24%). «Οι άνθρωποι που είναι σήμερα 55-60 ετών υπολογίζουμε ότι αν είναι υγιείς θα ζήσουν μέχρι τα 90-95. Στην ηλικία όμως των 90-95 ετών ο επιπολασμός της άνοιας είναι 32,1% στις γυναίκες και 32,25& στους άντρες» ανέφερε η κ. Τσολάκη.

Επειδή τα φάρμακα δεν θεραπεύουν αλλά απλώς καθυστερούν την εξέλιξη της νόσου οι επιστήμονες έχουν στραφεί στην πρόληψη είτε μέσω της μεσογειακής δίαιτας σε συνδυασμό με την φυσική άσκηση, είτε μέσω της φυσικής και νοητικής άσκησης.

«Το μόνο καινούριο που έχουμε είναι διαδερμικό αυτοκόλλητο με δραστική ουσία τη ριβαστιγμίνη, που κυκλοφορεί σε 9,5 mg και αναμένεται να κυκλοφορήσει σε ενισχυμένη μορφή των 13,3 mg, με το οποίο καθυστερούμε την εξέλιξη της λειτουργικότητας της νόσου. Αυτό είναι το μόνο που επιτυγχάνουμε. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αλλά δεν είναι αυτό το οποίο θα θέλαμε να πετύχουμε. Επίσης ένα καινούργιο φάρμακο, το οποίο ουσιαστικά είναι μία φαρμακευτική τροφή, που περιέχει ουριδίνη, ωμέγα3 λιπαρά οξέα, χολίνη φωσφολιπίδια βιταμίνες Β και αντιοξειδωτικά, αποτελεί την νέα διατροφική προσέγγιση που στοχοποιεί την απώλεια των συνάψεων του εγκεφάλου. Τα αποτελέσματα των μελετών έδειξαν ότι αυτό βελτιώνει τη μνήμη ασθενών με ήπια νόσο Αλτσχάιμερ μετά από 24 εβδομάδες χρήσης, έχει πολύ θετικό προφίλ ασφάλειας και πολύ καλή συμμόρφωση» πρόσθεσε η κ. Τσολάκη.