Με τον όρο κόκκινο κρέας αναφερόμαστε στο βοδινό/ μοσχάρι, το χοιρινό, το αρνί και το κατσίκι καθώς και όλα τα προϊόντα, όπως για παράδειγμα αλλαντικά, που παράγονται από αυτά. Πρόκειται για μια πλούσια πηγή πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας και πολύτιμων μικροθρεπτικών συστατικών όπως η βιταμίνη Β12, ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος, αλλά ταυτόχρονα περιέχει κορεσμένα λιπαρά, τα οποία συνδέονται στενά με τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Γι’ αυτό το λόγο, συστήνεται η κατανάλωσή του να είναι περιορισμένη, στοχεύοντας ιδανικά στη μία μερίδα ανά εβδομάδα. Η παραπάνω σύσταση, μάλιστα, έχει ισχυροποιηθεί περαιτέρω τα τελευταία χρόνια, καθώς πλήθος μελετών δείχνουν πως πέρα από τα κορεσμένα λιπαρά, το κόκκινο κρέας και ειδικότερα τα επεξεργασμένα προϊόντα του, περιέχουν και άλλα συστατικά που σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου αλλά και άλλων μορφών της νόσου. Σε κάθε περίπτωση, δε θα λέγαμε πως όλα τα είδη κόκκινου κρέατος είναι το ίδιο «επιβαρυντικά», αφού δεν έχουν την ίδια περιεκτικότητα σε λίπος και άλλα δυνητικά επιβλαβή συστατικά. Έτσι, είναι προτιμότερο να επιλέγονται άπαχα κομμάτια κρέατος, όπως είναι το ψαρονέφρι ή μέρη του χοιρινού από τα οποία έχει αφαιρεθεί όλο το ορατό λίπος και κομμάτια βοδινού όπως το φιλέτο, το νουά, το κιλότο ή το στρογγυλό, που είναι λιγότερο πλούσια σε λίπος. Από την άλλη, τα χοιρινά παϊδάκια, η πανσέτα, το αρνί και το κατσίκι θα πρέπει να καταναλώνονται σπανιότερα, ενώ η συστηματική κατανάλωση αλλαντικών και άλλων επεξεργασμένων προϊόντων κρέατος θα ήταν καλό να αποφεύγεται ή να περιορίζεται στο ελάχιστο. Πηγή: neadiatrofis.gr