Η Bristol-Myers Squibb ανακοίνωσε στις 24 Νοεμβρίου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την αναθεώρηση της επισήμανσης της θειικής αταζαναβίρης με βάση νέα στοιχεία που προέρχονται από έγκυες γυναίκες με HIV. Η αναθεωρημένη επισήμανση παρέχει οδηγίες για τη δοσολογία και ιατρική καθοδήγηση για το συνδυασμό θειικής αταζαναβίρης/ριτοναβίρης κατά τη διάρκεια της κύησης και της περιόδου αμέσως μετά τον τοκετό. Τα δεδομένα προέρχονται από τη μελέτη AI424-182, η οποία αξιολόγησε τις παραμέτρους φαρμακοκινητικής, καθώς και την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του συνδυασμού θειικής αταζαναβίρης /ριτοναβίρης σε έγκυες γυναίκες με HIV. ,

Σε παγκόσμιο επίπεδο, περισσότερες από 3 εκατ. γυναίκες με HIV γεννούν κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας της Ευρωπαϊκής Εταιρείας κατά του AIDS (EACS), ορισμένα αντιρετροϊκά (ARV) φάρμακα μπορούν να συνταγογραφηθούν κατά τη διάρκεια της κύησης για τη μείωση του ιικού φορτίου της μητέρας, παρά το ότι η ιδανική δοσολογία τους ως επί το πλείστον δεν είναι γνωστή. Καθώς η κύηση μπορεί να μειώσει τα επίπεδα πολλών ARV στον ορό, είναι σημαντικό να είναι γνωστή η ιδανική δοσολογία.

Αυτή η αναθεώρηση βασίζεται σε μία πολυκεντρική, ανοικτή, προοπτική μελέτη φαρμακοκινητικής ενός σκέλους (Μελέτη AI424-182). Η μελέτη αξιολόγησε 41 έγκυες γυναίκες με HIV, οι οποίες βρίσκονταν μεταξύ της 12ης και 32ης εβδομάδας της κύησης (δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης) και είχαν CD4 ≥ 200 κύτταρα/mm. Οι συμμετέχουσες ελάμβαναν θειική αταζαναβίρη με ριτοναβίρη 300/100 mg (n=20) ή 400/100 mg (n=21) άπαξ ημερησίως σε συνδυασμό με ζιδοβουδίνη/λαμιβουδίνη 300/150 mg δις ημερησίως. Όσες βρίσκονταν στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης ελάμβαναν συνδυασμό θειικής αταζαναβίρης /ριτοναβίρης 300/100 mg.

Ο πρωτεύων στόχος της μελέτης ήταν να προσδιοριστεί η δοσολογία του συνδυασμού θειικής αταζαναβίρης /ριτοναβίρης με την οποία επιτυγχάνεται επαρκής έκθεση στο φάρμακο σε έγκυες γυναίκες με HIV σε σύγκριση με ιστορικά στοιχεία από ενήλικες με HIV. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και με τις δύο δόσεις της θειικής αταζαναβίρης επιτεύχθηκαν ελάχιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (24 ώρες μετά τη δόση) κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης, σε σύγκριση με τα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί ιστορικά σε ενήλικες με HIV.

Περιορισμένα δεδομένα σε έγκυες γυναίκες (300-1.000 εκβάσεις κύησης) υποδηλώνει απουσία δυσπλαστικής τοξικής δράσης της αταζαναβίρης. Μελέτες σε ζώα δεν υποδηλώνουν αναπαραγωγική τοξικότητα. Ωστόσο, καθώς οι μελέτες στον άνθρωπο δεν μπορούν να αποκλείσουν τελείως την πιθανότητα βλάβης, το ενδεχόμενο χορήγησης της θειικής αταζαναβίρης κατά τη διάρκεια της κύησης θα πρέπει να εξετάζεται μόνο εάν το δυνητικό όφελος αιτιολογεί τον κίνδυνο.1

Σημαντικές Πληροφορίες σχετικά με τη θειική αταζαναβίρη για έγκυες γυναίκες που είναι θετικές στον HIV1

Κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης:

Η θειική αταζαναβίρη 300 mg μαζί με ριτοναβίρη 100 mg ενδέχεται να μην παρέχει επαρκή έκθεση στη θειική αταζαναβίρη, ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις που η δράση της θειικής αταζαναβίρης ή ολόκληρου του σχήματος ενδέχεται να μειωθεί εξαιτίας ανοχής στο φάρμακο. Δεδομένου του ότι τα διαθέσιμα στοιχεία είναι λίγα και εξαιτίας των διαφοροποιήσεων από ασθενή σε ασθενή κατά τη διάρκεια της κύησης, για να εξασφαλιστεί επαρκής έκθεση μπορεί να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο Θεραπευτικής Παρακολούθησης του Φαρμάκου (TDM).

Ο κίνδυνος περαιτέρω μείωσης της έκθεσης στη θειική αταζαναβίρη είναι αναμενόμενος όταν η θειική αταζαναβίρη χορηγείται μαζί με φαρμακευτικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι μειώνουν την έκθεση σε αυτό (π.χ., τενοφοβίρη ή ανταγωνιστές των υποδοχέων H2).
• Εάν είναι απαραίτητη η χορήγηση τενοφοβίρης ή ενός ανταγωνιστή των υποδοχέων H2, μπορεί να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο αύξησης της δόσης σε θειική αταζαναβίρη 400 mg με ριτοναβίρη 100 mg και Θεραπευτικής Παρακολούθησης του Φαρμάκου.
• Δεν συνιστάται η χρήση της θειικής αταζαναβίρης με ριτοναβίρη σε έγκυες ασθενείς που λαμβάνουν τενοφοβίρη ταυτόχρονα με έναν ανταγωνιστή των υποδοχέων H2.

Κατά τη διάρκεια της μεταγεννητικής περιόδου:

Μετά από μία πιθανή μείωση της έκθεσης στη θειική αταζαναβίρη κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης, η έκθεση στη θειική αταζαναβίρη ενδέχεται να αυξηθεί και πάλι κατά τους πρώτους δύο μήνες μετά τον τοκετό. Επομένως, κατά τη μεταγεννητική περίοδο οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για ανεπιθύμητες ενέργειες.
• Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ασθενείς θα πρέπει να ακολουθούν τις ίδιες δοσολογικές συστάσεις με αυτές των ασθενών που δεν είναι έγκυες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ταυτόχρονη χορήγηση φαρμακευτικών προϊόντων που είναι γνωστό ότι επηρεάζουν την έκθεση στη θειική αταζαναβίρη.
Δεν είναι γνωστό εάν η θειική αταζαναβίρη, χορηγούμενη στη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, επιδεινώνει τη φυσιολογική υπερχολερυθριναιμία και οδηγεί σε εμφάνιση πυρηνικού ικτέρου στα νεογνά και στα βρέφη. Κατά την προγεννητική περίοδο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο πρόσθετης παρακολούθησης.

Γαλουχία

Δεν είναι γνωστό εάν η αταζαναβίρη ή οι μεταβολίτες της αταζαναβίρης απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα. Μελέτες σε αρουραίους έχουν δείξει ότι η αταζαναβίρη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Ως γενικός κανόνας, συνιστάται οι προσβεβλημένες από τον HIV μητέρες να μην θηλάζουν τα βρέφη τους έτσι ώστε να αποφευχθεί η μετάδοση του HIV.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των γυναικών που έχουν προσβληθεί από τον HIV αυξάνεται. Ο επιπολασμός των εγκύων γυναικών με HIV στην Ευρώπη έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ενώ υψηλό ποσοστό των γυναικών διαγιγνώσκονται κατά τον προγεννητικό έλεγχο. Το ποσοστό αυτό μεγαλώνει εξαιτίας της αυξανόμενης εισόδου μεταναστών φορέων του HIV στην Ευρώπη. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, πολύ περισσότερες έγκυες γυναίκες ζουν επίσης με τον HIV.