Στη ριζική αντιμετώπιση  του πολλαπλού μυελώματος βρίσκεται η ιατρική επιστήμη, σύμφωνα με δημοσίευση στο έγκριτο περιοδικό κλινικής έρευνας, την Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας (New England Journal of Medicine).

Στο άρθρο, πρώτος συγγραφέας είναι ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής, Μελέτιος- Αθανάσιος Δημόπουλος, ο οποίος ήταν ο κύριος ερευνητής της μελέτης και μετείχε στη σχετική έρευνα, μέσω της Θεραπευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, στο ΠΓΝ «Αλεξάνδρα», την οποία διευθύνει.

Το πολλαπλούν μυέλωμα είναι μια αιματολογική κακοήθεια, που οφείλεται στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των πλασματοκυττάρων (κύτταρα που παράγουν αντισώματα) στο μυελό των οστών.

Αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη αιματολογική κακοήθεια και οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν κατά τη διάγνωση, αναιμία, οστικά άλγη, επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας ή υπερασβεσταιμία, ενώ είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις λοιμώξεις.

Παρά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία 15 χρόνια, το νόσημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ριζικά, παρά μόνο σε μικρό ποσοστό ασθενών. Οι περισσότεροι ασθενείς κάποια στιγμή υποτροπιάζουν και γίνονται ανθεκτικοί στις υπάρχουσες θεραπευτικές επιλογές.

Ωστόσο, αυτή η κατάσταση φαίνεται ότι μπορεί να αλλάξει, με πολλαπλά οφέλη για τον ασθενή. Ειδικότερα, η χρήση της ουσίας δαρατουμουμάβη, ως μονοθεραπείας, είχε ως αποτέλεσμα αυτό το φάρμακο να δοκιμαστεί σε ασθενείς με ανθεκτικό ή υποτροπιάζον μυέλωμα, που έχουν λάβει 1-3 προηγούμενες γραμμές θεραπεία.

Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά, με αποτέλεσμα να σχεδιαστεί η μελέτη POLUX, η οποία είναι μία διεθνής, πολυκεντρική, προοπτική, τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη.

Όλοι οι ασθενείς έλαβαν το συνδυασμό λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης, που αποτελεί μια από τις κυριότερες θεραπευτικές επιλογές στην υποτροπή του μυελώματος. Οι μισοί ασθενείς έλαβαν επιπλέον δαρατουμουμάβη. H μελέτη περιέλαβε 569 ασθενείς από 18 χώρες.

Η δαρατουμουμάβη, σε συνδυασμό με λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη, αποδείχθηκε ιδιαίτερα ασφαλής, με συνηθέστερη ανεπιθύμητη ενέργεια την αντίδραση υπερευαισθησίας (συχνότερα κατά τη διάρκεια της πρώτης έγχυσης), η οποία όμως ήταν συνήθως αντιμετωπίσιμη.

Στον τριπλό συνδυασμό, παρατηρήθηκε επίσης μεγαλύτερο ποσοστό ουδετεροπενίας σε σχέση με το συνδυασμό λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης, που όμως ήταν εύκολα διαχειρίσιμη.

Με διάμεσο διάστημα παρακολούθησης μεγαλύτερο του ενός έτους (13,5 μήνες), το σκέλος της δαρατουμουμάβης μείωσε την πιθανότητα υποτροπής στο 63% των ασθενών, σε σχέση με τον συνδυασμό λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης.

Η πιθανότητα επιβίωσης, χωρίς πρόοδο νόσου, στον ένα χρόνο, ήταν 83% στο σκέλος της δαρατουμουμάβης και 60% στο σκέλος λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης. Επιπρόσθετα, οι ανταποκρίσεις ήταν σαφώς καλύτερες στο σκέλος της δαρατουμουμάβης: 93% έναντι 76%, με πλήρεις υφέσεις 43% έναντι 19%.

Στα πλαίσια αυτής της μελέτης προσδιορίστηκε για πρώτη φορά σε ασθενείς με υποτροπιάζων ή ανθεκτικό πολλαπλούν μυέλωμα η μοριακή ανταπόκριση της νόσου.

Διαπιστώθηκαν μοριακές υφέσεις σε 22% των ασθενών της ομάδας της δαρατουμουμάβης  και μόλις 5% στην ομάδα ελέγχου.

Μελέτες που εξετάζουν τη θέση της δαρατουμουμάβης, στα πλαίσια της θεραπείας πρώτης γραμμής, είναι σε εξέλιξη. Τα δεδομένα αυτά δημιουργούν αίσθημα αισιοδοξίας για τη ριζικότερη αντιμετώπιση των ασθενών που πάσχουν από πολλαπλούν μυέλωμα.