Ανοίγει ο δρόμος για την ανάπτυξη ενός τεστ αίματος, που θα γίνεται πριν τη χορήγηση του αντικαταθλιπτικού φαρμάκου και θα προβλέπει κατά πόσο η θεραπεία θα είναι αποτελεσματική για τον συγκεκριμένο ασθενή ή όχι.

Στη νέα μελέτη, στην οποία συμμετείχαν δύο Έλληνες επιστήμονες, φωτίζεται ο βιολογικός μηχανισμός μέσω του οποίου τα αντικαταθλιπτικά ασκούν την επίδρασή τους, αφήνοντας πρωτεϊνικά «αποτυπώματα» στο αίμα του ασθενούς.

Οι ερευνητές από τέσσερις χώρες (Γερμανία, ΗΠΑ, Σουηδία και Ελλάδα), με επικεφαλής τον Θέο Ράιν του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής Μαξ Πλανκ του Μονάχου, έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Science Signaling». Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο καθηγητής παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Χρούσος και ο Αντώνης Ζάννας, ερευνητής του Τμήματος Ψυχιατρικής του Ιατρικού Κέντρου του αμερικανικού Πανεπιστημίου Ντιουκ και του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ.

Η κατάθλιψη και άλλες ψυχικές διαταραχές μπορούν να «πυροδοτήσουν» επιγενετικές αλλαγές χημικής φύσης, όπως η μεθυλίωση του DNA, οι οποίες επιδρούν στον τρόπο που εκφράζονται τα γονίδια.

Για να καταλάβουν καλύτερα πώς δουλεύουν τα αντικαταθλιπτικά οι ερευνητές μελέτησαν την επίδραση σε ποντίκια και ασθενείς ενός ευρέως συνταγογραφούμενου αντικαταθλιπτικού, της παροξετίνης (Seroxat).

Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το αντικαταθλιπτικό αλλάζει τα επίπεδα ορισμένων πρωτεϊνών και αυτές οι αλλαγές παρατηρούνται στα κύτταρα του αίματος που είχαν ληφθεί από ασθενείς με σοβαρή κατάθλιψη. Αυτό, κατά τους επιστήμονες, σημαίνει ότι στο μέλλον, προτού χορηγηθεί κάποιο αντικαταθλιπτικό, ίσως είναι δυνατό να προβλεφθεί εκ των προτέρων η θετική ή αρνητική ανταπόκριση του ασθενούς στο φάρμακο, ελέγχοντας τη δράση του προηγουμένως σε μια καλλιέργεια κυττάρων αίματος του εν λόγω ατόμου.

Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει μελλοντικά σε μια πιο εξατομικευμένη φαρμακευτική θεραπεία της κατάθλιψης και θα απαλλάξει ορισμένους ασθενείς από την ταλαιπωρία των παρενεργειών ενός αναποτελεσματικού φαρμάκου στην περίπτωσή τους.