Έντονος παρατηρείται ο διάλογος τις τελευταίες μέρες για την αναγκαστική σίτιση μέσω σωλήνα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι αρχές των φυλακών σε περιπτώσεις κρατουμένων απεργών πείνας, όπως η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού.

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Διανύοντας την 29η ημέρα απεργίας πείνας, όντας εμφανώς καταβεβλημένος, οι εισαγγελικές αρχές φαίνεται να προετοιμάζονται για κάθε ενδεχόμενο, ενώ προτίθενται να ασκήσουν κάθε πρόσφορο μέσο για να κρατηθεί στη ζωή. Άλλωστε η απεργία πείνας έχει χαρακτηριστεί από τους εγκληματολόγους ως μια βραδυφλεγής απόπειρα αυτοκτονίας και μάλιστα μια αυτοκτονία η οποία τελείται από άτομα τα οποία αδυνατούν να λάβουν λογικές αποφάσεις για τη ζωή τους, αφού βρίσκονται υπό έντονη συναισθηματική πίεση.

Στη χώρας μας ο τρόπος αντιμετώπισης των ελεύθερων πολιτών απεργών πείνας παρουσιάζεται διαφορετικός από ότι αυτός των κρατουμένων αφού για τους τελευταίους την ευθύνη φέρει η Πολιτεία και κατά συνέπεια οι δικαστικές αρχές καλούνται να επιλύσουν τέτοια ζητήματα βάσει του Σωφρονιστικού Κώδικα. Ο συγκεκριμένος όμως επιδέχεται πλήθος ερμηνειών αφού πολλά άρθρα του χαρακτηρίζονται ως γκρίζες ζώνες.

Η αναγκαστική σίτιση μέσα στην ιστορία

Τόσο η αναγκαστική σίτιση όσο και οι αντιδράσεις γι’ αυτήν όμως, δεν αποδεικνύονται πρόσφατο ζήτημα. Αν και ως μέσο διεκδίκησης πήρε μαζικές διαστάσεις την δεκαετία του ’50, οι ρίζες της τοποθετούνται πολύ παλιότερα.
Από τις πρώτες απεργίες πείνας είναι οι μαζικές νηστείες την εποχή του αγώνα για την αμερικάνικη ανεξαρτησία. Οι ρώσοι πολιτικοί κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Τρότσκι αλλά και οι Αγγλίδες σουφραζέτες επίσης υποθήκευσαν το σώμα τους ως πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας.

Οι τελευταίες μάλιστα ήταν και από τις πρώτες που ήρθαν αντιμέτωπες με την αναγκαστική σίτιση, ήδη από την δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, όταν έδιναν την μάχη τους απαιτώντας εκλογικά δικαιώματα από ένα κράτος που στεκόταν ανένδοτο. Όταν άρχισαν τους εμπρησμούς επιλεγμένων στόχων κατέληξαν έγκλειστες κατά εκατοντάδες. Μέσα από τις φυλακές, στην προσπάθειά τους να κλιμακώσουν τον αγώνα, στράφηκαν σε μαζικές απεργίες πείνας. Η αγγλική κυβέρνηση τότε για να προστατευθεί έναντι του καινούργιου τρόπου διαμαρτυρίας, πρότεινε και επέβαλλε την αναγκαστική σίτιση, με σκοπό να αποφευχθεί η δημιουργία μαρτύρων. Με αυτή τη λογική οι διαμαρτυρόμενες γυναίκες υποβλήθηκαν σε αναγκαστική σίτιση.

Η Μαίρη Λη, μια εκ των γυναικών αυτών, περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο το βίωμα, που αργότερα καταχωρήθηκε από τον διεθνή νομικό πολιτισμό ως βασανιστήριο: «Με περικύκλωσαν τότε δέκα περίπου άτομα, με έσπρωξαν πίσω στην καρέκλα, και, ενώ ο γιατρός μου κρατούσε ανοικτό το στόμα, μία από τις δεσμοφυλάκισσες έριξε μέσα με ένα κουτάλι γάλα και κονιάκ. Δύο ημέρες αργότερα, το Σάββατο, οι δεσμοφυλάκισσες μπήκαν στο κελί και με έσπρωξαν στο κρεβάτι. Καθώς με κρατούσαν ακίνητη, δύο γιατροί μου έβαλαν στη μύτη ένα σωληνάκι που κατέληγε σε χωνί και είχε στη μέση ένα γυάλινο δοχείο, από όπου μπορούσε κανείς να ελέγξει τη ροή. Το σωληνάκι αυτό έμπαινε τη μία φορά στο ένα ρουθούνι και την επόμενη στο άλλο. Ο πόνος, ψυχικός και σωματικός, ήταν μεγάλος κατά τη διάρκεια της σίτισης».

Αφότου δημοσιοποιήθηκε και με αφορμή την αναγκαστική σίτιση των διαμαρτυρόμενων γυναικών, η Αμερικανίδα Djuna Barnes αναλαμβάνει το 1914 να γράψει ένα άρθρο για το περιοδικό «World Magazine» για το συγκεκριμένο θέμα. Για τις ανάγκες του, υποβάλλεται και η ίδια σε αυτή την διαδικασία. Αν και στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, η μέθοδος που υποχρέωνε τις γυναίκες σε αναγκαστική σίτιση διέφερε από εκείνη της Αγγλίας – φορούσαν στις γυναίκες ένα μεταλλικό φίμωτρο το οποίο προκαλούσε εκτός από ζημιές στα δόντια και τα σαγόνια και αφόρητο πόνο – η Djuna Barnes αποτύπωνε στο άρθρο της με γλαφυρό τρόπο το «βασανιστήριο» αυτό, που εξανάγκαζε πολλές από τις σουφραζέτες να λαμβάνουν πάλι τροφή από μόνες τους, μην αντέχοντας τον πόνο.

Ανάλογες περιπτώσεις βέβαια συναντά κανείς και επί ελληνικού εδάφους. Τον Νοέμβρη του 1930, οι έγκλειστες κουμουνίστριες στις φυλακές Αβέρωφ, κάνουν απεργία πείνας με σκοπό να κατοχυρώσουν με τη σειρά τους το δικαίωμα ψήφου. Η μεταφορά των απεργών πείνας σε ψυχιατρεία και η υποχρεωτική σίτιση που επιβάλλεται με την βία εκφράζει το πολιτικό πνεύμα. Στη σύγχρονη ιστορία, έχει διαταχθεί αναγκαστική σίτιση σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, αυτή του Κώστα Καλαρέμα και του Χριστόφορου Μαρίνου, παρά το γεγονός ότι από τον ποινικό κώδικα είχε προβλεφθεί το δικαίωμα στην απεργία και η αναγκαστική σίτιση έχει οριστεί διεθνώς πλέον ως βασανιστήριο.

Παγκοσμίως, η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του Michael Gaughan, μέλος του IRA, ο οποίος μετείχε με συγκρατούμενους συντρόφους του στις απεργίες πείνας της δεκαετίας του ’80, οι οποίες προκάλεσαν τεράστιο κύμα αλληλεγγύης αλλά και σοβαρό πολιτικό ζήτημα στη Βρετανία.

Προσφάτως ο διαλογος ανακινήθηκε εκ νέου, τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους, όταν 44 από τους 120 κρατούμενους των φυλακών του Γκουαντάναμο υποχρεώθηκαν σε σίτιση παρά τη θέλησή τους. Με αφορμή αυτούς ο Yasiin Bey, ευρύτερα γνωστός ως Mos Def, αποφάσισε ακολουθώντας το παράδειγμα της προαναφερθείσας αμερικανίδας να υποβληθεί και ο ίδιος στην επίπονη διαδικασία ως ένδειξη συμπαράστασης. Απώτερος στόχος ήταν βέβαια και να καταγραφεί στο φακό ο βάναυσος χειρισμός των κρατουμένων καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας – ο κρατούμενος δένεται σε καρέκλα ή σε κρεβάτι με σκοπό να ακινητοποιηθεί. Στη συνέχεια ένας λεπτός σωλήνας , που ονομάζεται ρινογαστρικός καθετήρας, περνάει από τη μύτη για να φτάσει στο στομάχι, και στη συνέχεια με μία σύριγγα που εφαρμόζεται στο εξωτερικό άκρο χορηγείται νερό και φαγητό. Έτσι ο σωλήνας αυτός που τοποθετείται δύο φορές την ημέρα στον κρατούμενο, μετατρέπεται στον επίσημο τροφοδότη του. Στις φυλακές του Γκουαντάναμο η όλη διαδικασία της τοποθέτησης και την τροφοδοσίας μέσω του ρινογαστρικού καθετήρα διαρκεί δύο ώρες.

Τόσο η δημοσιοποίηση της υπόθεσης όσο και του βίντεο του Mos Def πυροδοτησαν εκ νέου πληθώρα αντικρουόμενων απόψεων. Η υπόθεση της αναγκαστικής σίτισης των φυλακών του Γκουαντάναμο οδήγησε και την δημοσιογραφική ομάδα της Guardian να φτιάξει ένας μικρής διάρκειας animation film βασιζόμενη στις αφηγήσεις πέντε κρατουμένων οι οποίοι υπεβλήθησαν σε αυτή την διαδικασία παρά τη θέλησή τους. Και σε αυτό αποτυπώνεται ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η αναγκαστική σίτιση ώστε να κατανοηθούν οι ρητές ενστάσεις διεθνών οργανισμών και ιατρικών ενώσεων για την εφαρμογή σε κρατουμένους. Για την περίπτωση τυ Γκουαντάναμο βέβαια, το πολιτικό και νομικό αυτό ζήτημα στις ΗΠΑ παραμένει «ανοιχτό», αφού έχουν κατατεθεί μηνύσεις και αγωγές για τη διαδεδομένη πρακτική της αναγκαστικής σίτισης, στη βάση της παραβίασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Το βίντεο περιέχει σκληρές εικόνες

Παρόλα αυτά, η σίτιση μέσω ρινογαστρικού καθετήρα, πραγματοποιείται καθημερινά στα νοσοκομεία προκειμένου να καλυφθούν οι θερμιδικές ανάγκες ασθενών, οι οποίοι δεν μπορούν να φάνε, όπως για παράδειγμα ασθενείς με διαταραχές κατάποσης. Η διαδικασία όμως πρέπει να γίνεται μόνο όταν κρίνεται ιατρικά απαραίτητο και πάντα με τη συγκατάθεση του ασθενούς (πλην ορισμένων εξαιρέσεων π.χ. όταν ο ασθενής αδυνατεί να συναινέσει λόγω προβλημάτων υγείας). Κάτω μόνο από αυτές τις προϋποθέσεις η σίτιση μέσω σωλήνα, αν και οδυνηρή για τον ασθενή διαδικασία, δε θεωρείται βασανιστήριο αλλά απαραίτητη ιατρική πράξη, η οποία αποσκοπεί στη θρεπτική υποστήριξη των ασθενών. Στην περίπτωση όμως της απεργίας πείνας, μιας μη-βίαιης πράξης πολιτικής διαμαρτυρίας, δεν εκφράζει την επιθυμία κάποιου να πεθάνει, αλλά τον τρόπο του κρατούμενου προκειμένου να γνωστοποιήσει τυχόν προβλήματα και αιτήματα του. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις οι νοσοκομειακοί γιατροί χαρακτηρίζουν αντιδημοκρατικό και απαράδεκτο το μέτρο της αναγκαστικής σίτισης, ενώ οι οργανώσεις προστασίας ιατρικών δικαιωμάτων και η διεθνής Ένωση των Ιατρών την έχει πολλάκις χαρακτηρίσει βασανιστική.

Νόμος και ηθική

«Κανένας γιατρός δεν δικαιούται να ενεργεί αντίθετα με την επιθυμία του ασθενούς, όσο για τη βίαιη αναγκαστική σίτιση θεωρείται αδικαιολόγητη και αντιδημοκρατική» επισημαίνει στη δήλωσή του και ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), Δημήτρης Βαρνάβας, για την εισαγγελική εντολή αναγκαστικής σίτισης στην περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, με παρεντερική θρέψη, θέμα που απασχολεί εντόνως τις τελευταίες μέρες κι έχει θέσει ουσιαστικά ηθικά διλήμματα.

Στη δήλωσή του, ο πρόεδρος της ΟΕΝΓΕ, ήταν απόλυτα σαφής και κατηγορηματικός τονίζοντας τις επιστημονικά και δεοντολογικά τεκμηριωμένες ενστάσεις της ιατρικής κοινότητας στην συγκεκριμένη πρακτική . «Είμαστε αναγκασμένοι να διευκρινίσουμε για πολλοστή φορά πως κανένας γιατρός δε δικαιούται, σύμφωνα και με τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας, να ενεργεί αντίθετα προς τη βούληση του ασθενούς. Πολιτικά προβλήματα που προκαλούνται από τέτοιες απεργίες δεν μπορεί να λύνονται από τους γιατρούς, οι οποίοι ουδέποτε παρεμβαίνουν κατασταλτικά σε ανθρώπους που αρνούνται τις ιατρικές υπηρεσίες».

Όπως επισημαίνεται από τον πρόεδρο των νοσοκομειακών ιατρών, ο ιατρικός λειτουργός δεν μπορεί να εκτελέσει οποιαδήποτε ιατρική πράξη χωρίς την συναίνεση του ασθενούς, εκτός από την περίπτωση αδυναμίας ή άρνησης ενός κρατουμένου να συναινέσει σε οποιαδήποτε ιατρική πράξη απαραίτητη για την υγεία του, όπου η λήψη μέτρων επιβάλλεται από τον εισαγγελέα που καλείται να κρίνει με γνώμονα και στόχο τη διατήρησή του στη ζωή.Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο σωφρονιστικός κώδικας, στον οποίο παρατηρούνται όμως κάποιες γκρίζες ζώνες.

Παρόλο που σε αυτόν, ο όρος αναγκαστική σίτιση δεν υπάρχει, στο άρθρο 31 γίνεται ρητή αναφορά στην απεργία πείνας και στην παράγραφο 3 αναφέρεται πως «Αν ο απεργός περιέλθει σε κατάσταση άμεσου κινδύνου ζωής ή σοβαρής και μόνιμης βλάβης της υγείας του εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του άρθρου 29, παράγραφος 3 του παρόντος. Για τη φύση και την έκταση των μέτρων συνεκτιμώνται η προσωπικότητα του κρατουμένου, οι επιδιώξεις και η σταθερότητα της απόφασής του».

Συγκεκριμένα στην εν λόγω παράγραφο προβλέπεται πως «εάν ο κρατούμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει ή αρνείται να συναινέσει σε ιατρική πράξη… η οποία κρίνεται αναγκαία για την υγεία του, ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός διατάσσει τη λήψη των κατάλληλων κατά περίπτωση μέτρων».

Κατόπιν όλων αυτών, εκείνος που καλείται να κρίνει βάσει των απαραίτητων γνωματεύσεων της ψυχολογικής κατάστασης είναι ο Εισαγγελέας ο οποίος και εκδίδει περαιτέρω σχετικές εντολές με σκοπό την διατήρηση του κρατουμένου στη ζωή με το προσφορότερο μέσο.

Στην περίπτωση όμως της αναγκαστικής σίτισης ακόμη και εάν υπάρχει εισαγγελική εντολή, οι ιατροί μπορούν να αρνηθούν αφού δεν έχουν να λογοδοτήσουν μόνο στη δικαιοσύνη αλλά και να τηρήσουν τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας.

Ηθικό και σωματικό βασανιστήριο

Η εφαρμογή του μέτρου της αναγκαστικής σίτισης αντιβαίνει ρητά και κατηγορηματικά σε αποφάσεις και συστάσεις και διεθνών οργανισμών, σύμφωνα με την σχετική διακήρυξη των Παγκόσμιων Ιατρικών Συνεδρίων. Ήδη βάσει των συμπερασμάτων της διεθνούς διάσκεψης του Τόκιο το 1975, η Διεθνής Ένωση Ιατρών χαρακτήριζε την επιβολή σίτισης σε απεργούς πείνας «ανήθικη» και «αδικαιολόγητη». Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές ανανεώθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση και κατά τις εργασίες των Παγκόσμιων Ιατρικών Συνεδρίων στη Μάλτα (1991), στην Ισπανία (1992) και στη Ν.Αφρική (2006).

Τον Ιούνιο του 2014 με αφορμή την απεργία πείνας Παλαιστίνιων κρατουμένων, οι ειδικοί επί δικαιωμάτων του ανθρώπου του ΟΗΕ, απηύθυναν έκκληση στο Ισραήλ να μην προχωρήσει στη νομιμοποίηση της αναγκαστικής σίτισης τονίζοντας πως: «Δεν είναι αποδεκτή η αναγκαστική σίτιση ούτε η απειλή επιβολής αυτής, η άλλων ψυχολογικών πιέσεων σε βάρος ατόμων που έχουν καταφύγει στην ύστατη επιλογή της απεργίας πείνας…». Την ίδια στάση βέβαια κράτησε και στην περίπτωση του Γκουαντάναμο που προαναφέρθηκε, όπου για άλλη μια φορά η αναγκαστική σίτιση ορίστηκε ως «βασανισμός» από τον οργανισμό, τον Φεβρουάριο του 2013.