Η Ερμιόνη Πρίγκου, 82 χρονών σήμερα, φύλαξε την ιερή μνήμη έξι ελλήνων φαντάρων που έπεσαν στο περβόλι της, το 1941, στη Σκουτάρα της Αλβανίας. Τιμήθηκε μόλις φέτος από την Πολιτεία.

Το σπίτι της είναι γεμάτο τέτοιες μέρες. Από ταξιδιώτες που σκαρφαλώνουν εδώ επάνω, στη Σκουτάρα, όπου ήταν η απώτατη γραμμή μετώπου στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Έρχονται για να ακούσουν το «μυστικό» που κρατούσε η οικογένειά της καλά κρυμμένο όλα τα δύσκολα χρόνια μετά τον πόλεμο, όταν τη διακυβέρνηση στην Αλβανία ανέλαβε ο Εμβέρ Χότζα. Όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος η χειμαριώτισσα Ερμιόνη Πρίγκου ήταν μόλις οκτώ χρονών, αλλά αρκετά μεγάλη για να καταλάβει ότι εκατό μέτρα πιο μακριά από το σπίτι της γράφονταν ιστορία.

«Ήμασταν σαν μια οικογένεια»
Μέχρι τον Μάρτιο του 1941 ο ελληνικός στρατός κατάφερε να απωθήσει τους Ιταλούς κάνοντας νικηφόρα πορεία προς τους Άγιους Σαράντα, το Πόγραδετς, την Κορυτσά , τη Χειμάρα …Σε αυτήν την πορεία μια ομάδα από 15 στρατιώτες είχε προωθηθεί μέχρι τη Σκουτάρα, στην τοποθεσία Βάνοβα. Εκεί, στο περίβολο του σπιτιού της κυρίας Ερμιόνης, οι στρατιώτες κοιμόντουσαν, έτρωγαν και πολεμούσαν, όπως αναφέρει η Deutche Welle. «Εκεί ήρθαν οι Έλληνες, ήταν το φυλάκιο, οι αξιωματικοί έμειναν στο σπίτι μας, στο μαντρί, εκεί που βάζαμε τα γίδια, ήταν οι στρατιώτες, ήμασταν όλοι σαν μια οικογένεια. Η μάνα μου τους μαγείρευε». Και όχι μόνο. Τους περιποιόνταν τα κρυοπαγήματα με χαμομήλι και λαδάκι. Η Ερμιόνη τους πήγαινε τσάι, γιατί ήταν τόσο μικροκαμωμένη που δεν την έπιαναν τα βόλια. «Το πρωί που έφτιανε η μάνα μου το τσάι, έπρεπε να το πάω στο φυλάκιο στους στρατιώτες, λίγο νεράκι. Γιατί ήμουν μικρή και δεν γινόμουν στόχος για τα αεροπλάνα. Πήγαινα άκρη – άκρη»… Η γιαγιά της φώναζε να προσέχει, να σκύβει, να σκύβει…. «Δεκαπέντε άτομα ήταν, δεν ήταν πολλοί, αλλά έκαναν για 115. Άξια παλικάρια, δεν φοβόντουσαν για τη ζωή τους, ήταν αποφασισμένοι παρά το ότι ήταν νεαρά παιδιά».

«Έσπειρε κουκιά, έβαλε δυο αχλαδιές»
Στο σπίτι της Ερμιόνης έμειναν για μήνες ολόκληρους μέχρι την οπισθοχώρηση, τον Απρίλιο του 1941. Στο περβόλι έγινε φονική μάχη. Έξι στρατιώτες έπεσαν. Ήταν ο Παναγιώτης Αλογογιάννης, ο Ανδρέας Προβατάς, ο Ματθαίος Λαγός, ο Δημήτρης Σελλάς ο Νικόλαος Κτημαδάκης και ένας ανώνυμος. «Το βράδυ τους έθαψαν, ο πατέρας μου με τους άλλους στρατιώτες, γιατί την ημέρα δεν μπορούσαν, ήταν επικίνδυνο. Τους έθαψαν στο περιβόλι, εκεί που έπεσαν. Εμείς ήμασταν στο σπίτι», θυμάται η Ερμιόνη Πρίγκου. Και όταν ήρθε «το άλλο καθεστώς» στα δύσκολα χρόνια, ο πατέρας της έσπειρε κουκιά σε όλο το χωράφι. Και εκεί που ήταν τα δύο μνήματα έβαλε για σημάδι δύο αχλαδιές. Επί Χότζα φυλακίστηκε και εξορίστηκε τέσσερις φορές γιατί δεν έλεγε πού είχε θαμμένους τους Έλληνες φαντάρους.«Όσες φορές πήραν τον πατέρα μου, του λέγανε πού είναι οι Έλληνες κρυμμένοι. Ο πατέρας μου δεν άνοιγε στόμα να πει, ποτέ. Κι όταν το φυλακώσανε, πάλι δεν είπε. Ούτε στο δικαστήριο δεν άνοιξε στόμα παρά τα βάσανα που πέρασε».

Μόλις φέτος τιμήθηκε
Τα χρόνια πέρασαν και η κυρά Ερμιόνη φύλαξε καλά το «μυστικό». Μέχρις ότου έφυγε και το «άλλο καθεστώς». Σήμερα, οι αχλαδιές δεν υπάρχουν πια. Ξεράθηκαν. Έχει μείνει μόνο ένα κούτσουρο. Εκεί που είναι τα μνήματα η Ερμιόνη Πρίγκου έχει βάλει ένα βουναλάκι από κοτρώνια και από ένα ξύλινο σταυρό. Κάθε χρόνο, «όταν πρέπει», φέρνει λιβάνι και λιβανίζει. Στο ίδιο περιβόλι με τις ελιές υπάρχει και ένα πέτρινο μνήμα με τα ονόματα των πεσόντων που χρηματοδότησε η βορειοηπειρώτικη νεολαία της Oμόνοιας. Μετά από τόσες δεκαετίες μόλις την περασμένη εβδομάδα, η «κυρά της Σκουτάρας» πήγε στην Αθήνα. Συνάντησε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια και τον υπουργό Άμυνας Δημήτρη Αβραμόπουλο που την τίμησαν για την προσφορά της. Σήμερα, ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, η «κυρά της Σκουτάρας» βρίσκεται και πάλι στο σπίτι της και υποδέχεται με βασιλικό από τις γλάστρες τους ταξιδιώτες στο περιβόλι με τα λιόδενδρα, όπου έρχονται να προσκυνήσουν στα δύο μνήματα…