Έγινε το μάλε-βράσε… ο Ασίκης έκανε τσαμπουκά στο βλάμη της γιαβουκλούς του… αφού το γιαγκίνι δεν μπορείς εύκολα να το κάνεις ζάφτι. Πάτησε το ζωνάρι του και πήρε τη δίκοπη να ξεπλύνει την ντροπή, να μην τον κογιονάρουν οι κουσελιάρηδες στην πιάτσα…

«- Τι γλώσσα είναι αυτή;

– Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα! Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί», διευκρινίζει στο ρεμπέτικο τραγούδι «Το Λεξικό του Μάγκα» ο Πέτρος Κυριακού.

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Κι αν σήμερα τα παραπάνω λόγια φαντάζουν δυσνόητα, στις αρχές της δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, εκφέροντας τα, θα μπορούσες σίγουρα να συνεννοηθείς, τουλάχιστον με τους μάγκες… Η αργκό άλλωστε μαζί με το τραγούδι, το χορό και το θέατρο σκιών, που αποτελούν τρόπους έκφρασης των περιθωριακών ομάδων της εποχής, είναι ενδεικτικά στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας των αρχών του 20ου αιώνα.

Πριν ονομαστούν μάγκες, τους έλεγαν κουτσαβάκηδες. Ποιος ήταν όμως ο μάγκας ή ο κουτσαβάκης; Στα σημερινά λεξικά ανάμεσα σε άλλους ορισμούς που αποδίδονται στη λέξη συνυπάρχει και ο παλαιότερος, που προσδιορίζει τον τύπο των λαϊκών αστικών στρωμάτων των αρχών του 20ου αιώνα με χαρακτηριστικό ντύσιμο και συμπεριφορά.

Πράγματι η ενδυμασία τους ήταν καθορισμένη ειδικά τα πρώτα χρόνια. Το σακάκι ήταν μαύρο, κοντό με αρκετά κουμπιά στα μανίκια. Το παντελόνι , «τρόμπα» ήταν φαρδύ επάνω και στενό στους αστραγάλους, συνήθως τζογέ, σε σχέδιο ριγέ ή καρώ. Τα υποδήματα ήταν πάντα ψιλοτάκουνα, «τριζάτα στιβάλια», – χωρίς κορδόνια, όπου συνήθως είχαν δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να προκαλείται ο απαραίτητος θόρυβος. Την αμφίεση συμπλήρωνε η ρεπούμπλικα, με 2-3 βουλιάγματα, ή το «καβουράκι» με δυο δάχτυλα «χλίψη» ή «θλίψη», όπως ονόμαζαν τη μαύρη περιμετρική ταινία πένθους. Οι δευτεράντζες φορούσαν τραγιάσκα. Απαραίτητο ήταν και το γιλέκο «μεϊντανογέλεκο», με κρυφή τσέπη «γκαρδιακιά» για τη «δίκοπη», το μαχαίρι. Άλλες φορές είχαν και «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι».

Στην κωλότσεπη υπήρχε χτένα ή μαντήλι για το στιγμιαίο σουλούπωμα αφού οι δρόμοι δεν είχαν ασφαλτοστρωθεί τότε και σηκώνονταν κουρνιαχτός με το παραμικρό. Ποτέ δεν έλειπε βέβαια το ζωνάρι ή «ζινάρι», το πάτημα του οποίου σήμαινε πρόκληση σε καβγά. Πολλοί είχαν και «τσαμπουκάδες», ανορθόγραφα τατουάζ ή χαρακιές στα χέρια και στο στήθος. Όλα ταίριαζαν με το βλοσυρό τους ύφος, ακόμα και οι σχετικοί ακκισμοί τους – πάτημα τακουνιών, τίναγμα κεφαλιού, στρίψιμο μουστακιού, μονόπατο βάδισμα…

Οι κουτσαβάκηδες κι αργότερα οι μάγκες, κρατούσαν κομπολόι στο αριστερό χέρι. Φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι του σακακιού, αφήνοντας ελεύθερο το δεξί χέρι. Η άκρη του ζωναριού έπρεπε να σέρνεται κάτω. Όποιος επιθυμούσε καυγά δεν είχε παρά να πατήσει το ζωνάρι κι αν κάποιος τραβούσε το μαχαίρι κάποιος άλλος έπρεπε να ματώσει.

Σύχναζαν στον Πειραιά, στου Ψυρρή, στο βατραχονήσι (Παναθηναϊκό Στάδιο), στην Κουμουνδούρου, στο Μεταξουργείο. Και φυσικά είχαν και τη δική τους ιδιόλεκτο. Πολλές από τις εκφράσεις τους χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα ενώ άλλες είναι καταγεγραμμένες σε ρεμπέτικα τραγούδια όπως «Το λεξιλόγιο Μάγκα» του Πέτρου Κυριακού.


Ποιες ήταν μερικές από τις βασικές λέξεις που συναντώνται ακόμα και σε τίτλους ή στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών, και ποια η σημασία τους;

Α
Αγκαζέ: αποκλειστικά
Αλάνης: το αλητόπαιδο, το παιδί του δρόμου.
Αλμπάνης: γιατρός
Αμολάω μελάνι: αποχωρώ, φεύγω κρυφά αθέατος
Αντάμης: φίλος, λεβέντης, παλικαράς (από την τουρκική λέξη adam, που σημαίνει άνδρας)
Αντάμικα: αντρίκια, θαρραλέα
Απάχης: κακοποιός, μόρτης. Υπήρξε και οπερέτα του 1921 «Οι Απάχηδες των Αθηνών»
Ασίκης: αγαπητικός, λεβέντης, γενναίος (από την τουρκική λέξη asik και σημαίνει τον εραστή)

Β
Βλάμης: σταυραδερφός, σύντροφος, παράνυμφος, εραστής, γενναίος
Βαρσί:
καλλυντικό, κοκκινάδι
Βιόλα: τακτική, μέθοδος μέσο εξαπάτησης
Βουβή: μαχαίρι δίκοπο

Γ
Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός
Γιαβουκλού: μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι: σφοδρό ερωτικό πάθος, φωτιά
Γομάρια: γαϊδούρια, σωματοφύλακες, μπράβοι

Δ
Δαχτυλίθρες: παιχνίδι εξαπάτησης, κατά το οποίο ο παίκτης έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλήθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβίθι, κάτι σαν τον αντίστοιχο «εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς»…
Δερβίσης: Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη: Το αμφίστομο μαχαίρι

Ε
Εξωφυλαρούχας: ο ατζαμής, παίκτης που δεν ξέρει μπάλα και δεν επιλέγεται κατά το στήσιμο της ομάδας στην αλάνα. Έτσι δεν παίζει αντ’ αυτού φυλάει τα ρούχα των παικτών, παραμένοντας έξω από το γήπεδο. Επίσης είναι αυτός μαζεύει τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες.

Κ
Καλαμπαλίκι: γιορτή
Κασσαδόρος: ο διαρρήκτης
Κογιονάρω: εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι: το πιστόλι, στον πληθυντικό οι μαστοί
Κουσέλι: κακολογία
Κουσελιάρης: ο κουτσομπόλης
Κουτσαβάκης: νταής, παλληκαράς,
Κούφιο: το πιστόλι
Κοψοχρονιά: αυτός που φεύγει άδικα

Λ
Λάζος: είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λάχανα: τα πορτοφόλια
Λαχανάδες: οι πορτοφολάδες ( υπάρχει και ομώνυμο τραγούδι του Σπύρου Περιστέρη «Οι λαχανάδες κάτω στα Λεμονάδικα»)
Λιμά: λόγια χωρίς σημασία, φλυαρία. Σύμφωνα με το «Λεξικό της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη λιμά χαρακτηρίζονται επίσης τα κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, αλλά και τα ψιλά.

Μ
Μάγκας: χαμίνι
Μαγκιόρος: πολύ ικανός, καπάτσος
Μάλε βράσε: «έγινε το μάλε-βράσε» καβγά, χτυπήματα, μάχη
Μανίκι: αναποδιά

Μανίτα:
Μέθοδος εξαπάτησης που χρησιμοποιούσαν οι πορτοφολάδες σε πολυσύχναστα μέρη (έριχναν το πορτοφόλι μπροστά από κάποιον και μόλις το έπαιρνε τον αποκαλούσαν κλέφτη και ζητούσαν τα λεφτά που υποτίθεται πως είχε μέσα)

Μάπας:
ο ναργιλές
Μαρ(γ)ιόλος, μαργιόλα: πανούργος κατεργάρης
Ματσαράγκα: η απάτη, η κατεργαριά
Μαύρης:
χασίς
Μαχμούρικο: βαρύθυμο, οκνό
Μόρτης: συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο: η σιωπή
Μουρμούρης: νταής, καβγατζής
Μπαγιόκο: λεφτά, κομπόδεμα
Μπανιόκα: ψωμί
Μπαλαμούτι: απάτη χαρτοπαικτική
Μπαμπέσης:
ύπουλος, δόλιος,
Μπαμπεσιά: η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαχτσές: ο κήπος
Μπελαλής: ενοχλητικός , δύστροπος, που προκαλεί μπελάδες
Μπεμπέδες: αθλητές
Μπεσαλής: αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο συνεπής.
Μπιλαντέρια: τα αδέλφια
Μπιτιρίνι: η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη: κόλλημα, επιμονή, πείσμα

Ν
Νταβατζής: μαστροπός
Νταής: παλληκαράς
Νταλκάς: δυνατή επιθυμία, πόθος (από την τουρκική λέξη dalga)
Νταμίρα: φυτό πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης: άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντερμπεντέρης: ανοιχτόκαρδος, λεβέντης
Ντέρτι: ψυχικός πόνος (από την τουρκική dert)
Ντεριτιλής: αυτός που υφίσταται ταλαιπωρία, λύπη, στενοχώρια, πόνος, καημό κυρίως από αιτία ερωτική.
Ντουζένι: το κέφι
Ντουνιάς: ο κόσμος
Ντράβαλα: μπελάδες

Ξ
Ξεφτέρι: έξυπνος

Π
Παπατζής: αυτός που εξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι “παππάς”
Παπαγαλάκι: αυτός που «κελαηδάει» μόλις συλληφθεί
Πεζεβέγκης ή Μπεζεβέγκης: μαστροπός, αχρείος
Πετσί: το πορτοφόλι
Πιάτσα: τόπος συγκέντρωσης
Ποδαράδες: παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα: το κομπόδεμα

Ρ
Ρεφάρω: ξανακερδίζω όσα έχασα

Σ
Σεβνταλής: ο ερωτευμένος, ο ερωτιάρης
Σεβντάς: ο ερωτικός καημός (από την τουρκική λέξη sevda)
Σεκλέτια: στεναχώρια
Σερέτης: ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι: η σκληρότητα
Σκερτσόζος: ο προσποιητά χαριτωμένος και ελκυστικός, περισσότερο για γυναίκες
Σορόκα: η αλλήθωρη
Συνάχης: άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος: ο κερδισμένος

Τ
Τεκές: χασισοποτείο
Τεκετζής: ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος: ο χαμένος
Τεφαρίκι: το εκλεκτό πράγμα
Τζιμάνι: άνθρωπος που με ό,τι καταπιάνεται το καταφέρνει, αξιαγάπητος, σεβαστός
Τουμπεκί: ο καπνός
Τουφατζής: αυτός που έχει κάνει φυλακή
Τρυγόνα: κορίτσι
Τσαχπίνης: ο ερωτικά άτακτος, ο γυναικάς
Τσίφτης: ξύπνιος
Τσίμα: κοντά ( επτανησιακή έκφραση)

Φ
Φάσκελο: η μούντζα.
Φελέκι: Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ…ώ το φελέκι μου δηλαδή την τύχη μου)
Φούφουτος: αποκαλούσαν έτσι κάποιον που δεν γνώριζαν

Χ
Χαράμι: μάταια
Χαρμάνης: ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης

Ψ
Ψιλά: τα λεφτά