Ένα νοητό ταξίδι στη γη της Καππαδοκίας, μέσα από κειμήλια που μετρούν πολλά χρόνια ζωής και ήρθαν στην Ελλάδα, φυλαγμένα ως κόρη οφθαλμού από τους πρόσφυγες Καππαδόκες της πρώτης γενιάς, φιλοδοξεί να προσφέρει στους λάτρεις της παράδοσης -και όχι μόνο- ο Σύλλογος Καππαδόκων και Μικρασιατών Ροδόπης Ο Μέγας Βασίλειος, με τη δημιουργία ενός μουσείου στον χώρο του παλιού τελωνείου Κομοτηνής, όπου ήδη στεγάζεται.

Κομμάτια από παραδοσιακές φορεσιές, φωτογραφικό υλικό, αργαλειοί, σκεύη καθημερινότητας, κοσμήματα, έγγραφα, ληξιαρχικές πράξεις γέννησης, βάπτισης, αλλά και βιβλία περιμένουν τη στιγμή που το όνειρο του Συλλόγου θα γίνει πραγματικότητα, ούτως ώστε να δώσουν στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τον πολιτισμό της Καππαδοκίας.

Προς το παρόν, όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συλλόγου Χαράλαμπος Φαρασόπουλος, ο Σύλλογος απευθύνεται σε αρμόδιους φορείς, προκειμένου η πρωτοβουλία του να πάρει «σάρκα και οστά».

Το μουσείο με τα κειμήλια της Καππαδοκίας θα δώσει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να γνωρίσουν μέσα απ’ αυτά, έναν τόπο δημιουργίας, πνευματικής κατάνυξης που ανέδειξε πλούσιο πνευματικό και μορφωτικό κεφάλαιο, αλλά και πτυχές της καθημερινότητας των κατοίκων της περιοχής.

Το «ταξίδι» για τους επισκέπτες και όσους θέλουν να γνωρίσουν την ιστορία της περιοχής δεν περιορίζεται μόνο στο τοπίο των ηφαιστειογενών βράχων, που αποτελούν σημαντικά αξιοθέατα της Τουρκίας και τα μοναδικά «πετρομονάστηρα» με χρονολόγηση από το Βυζάντιο αλλά και ως τον 20ο αιώνα, αλλά «δένεται» με την παραδοσιακή μουσική.

Ήδη, ο Σύλλογος προχώρησε στην έκδοση ενός cd παραδοσιακής μουσικής που παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο και περιέχει τραγούδια που έχουν ερμηνευθεί και από υπερήλικες, πρόσφυγες της πρώτης και δεύτερης γενιάς, υπογράμμισε ο κ. Φαρασόπουλος.

Πρόκειται, συνέχισε, για ένα «πάντρεμα» της παραδοσιακής μουσικής με τραγούδια που ερμηνεύονταν χωρίς όργανα, αλλά και με άλλα που «ντύνονται» από μουσική με όργανα, όπως ούτι, βιολί και λαούτο.

Σ’ αυτό το μουσικό «μονοπάτι», συμπεριλαμβάνεται και μια ηχογράφηση που έγινε το 1976 από γυναίκες, πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, συμπλήρωσε ο κ. Φαρασόπουλος.