«Αν δεν τελειώσεις τα μαθήματά σου δεν θα παίξεις», «η διπλανή σου στο θρανίο τα καταφέρνει καλύτερα από εσένα», «πρέπει να είσαι ο καλύτερος μαθητής».

Φράσεις που έχουν λίγο – πολύ ακούσει κάποιοι στην παιδική τους ηλικία ή επαναλαμβάνουν, σήμερα, από τη θέση του γονιού επανέρχονται στο προσκήνιο με την έναρξη της σχολικής χρονιάς.

Κάπου ανάμεσα στην απογευματινή ξεκούραση, το παιχνίδι και τη σχολική μελέτη, το άγχος των γονιών για την επίδοση των παιδιών τους στο σχολείο μετατρέπει το καθήκον σε τιμωρία, το κίνητρο για επιτυχία σε πίεση και τη δίψα για μάθηση σε απέχθεια.

Κι ενώ σε πολλά ελληνικά σπίτια εκτυλίσσονται καθημερινά πολύωρες «μάχες» για να ολοκληρώσουν οι μικροί, αλλά και μεγαλύτεροι μαθητές, τα μαθήματα για το σχολείο, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα προβλέπει ότι η μελέτη στο σπίτι για τα παιδιά της πρώτης και δευτέρας δημοτικού δεν θα πρέπει να ξεπερνά τη μισή ώρα, για εκείνα της τρίτης και της τετάρτης δημοτικού τα 45 λεπτά και εκείνα της πέμπτης και έκτης τη μία ώρα!

«Η πραγματικότητα είναι διαφορετική καθώς πολλοί γονείς, υποκινούμενοι από το δικό τους άγχος, θεωρούν πως αν ένα παιδί δεν διαβάσει πολύ στο σπίτι, δεν θα τα πάει καλά στο σχολείο» εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο σχολικός σύμβουλος Χριστόδουλος Φανιόπουλος και τονίζει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ πλέον, καθώς η σημερινή πρωτοβάθμια εκπαίδευση ορίζει πως η περισσότερη δουλειά πρέπει να γίνεται στην ίδια τη σχολική αίθουσα.

«Οι γονείς κάνουμε το λάθος να υπερ-εμπλεκόμαστε στην προσπάθεια του παιδιού και να αγχωνόμαστε υπερβολικά, αισθανόμενοι σαν να δίνουμε εμείς εξετάσεις, αλλά με τον τρόπο αυτό υποτιμούμε τα δικά του καθήκοντα» σχολιάζει, από την πλευρά της, η σχολική ψυχολόγος Μαρία Κυριακίδου, αναπληρώτρια επιστημονική υπεύθυνη του Κέντρου Πρόληψης της Εξάρτησης και Προαγωγής της Υγείας «Πυξίδα».

Οι ειδικοί συμβουλεύουν τους γονείς να διατηρούν επικοινωνία με τους δασκάλους και τις δασκάλες και να συνεργάζονται μαζί τους ώστε να ενημερώνονται για τον τρόπο δουλειάς των εκπαιδευτικών.

«Αντί ο κάθε γονιός να αναπτύσσει το δικό του παιδαγωγικό σύστημα, με βάση τον τρόπο με τον οποίο διδάχτηκε ο ίδιος, θα πρέπει να γίνει συνεργάτης του δασκάλου, να τον εμπιστεύεται και να ακολουθεί τις συστάσεις που απευθύνει αναφορικά με τη μελέτη στο σπίτι» προσθέτει ο κ. Φανιόπουλος.

Τόσο ο ίδιος όσο και η κ. Κυριακίδου απευθύνουν μια σειρά από συστάσεις προς τους γονείς, ώστε να διασφαλίζονται συνθήκες που ενθαρρύνουν τη μάθηση και ενισχύουν την προσωπική ευθύνη κάθε παιδιού.

– Δώστε χρόνο. Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, η προσαρμογή των παιδιών στα νέα δεδομένα απαιτεί κάποιο χρονικό διάστημα.

Μετά το καλοκαίρι, αλλά και από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη, τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με αλλαγές, οι οποίες συνυπάρχουν, μάλιστα, μαζί με άλλες αλλαγές που συνεπάγονται συνθήκες, όπως η οικονομική κρίση, η ανεργία, η μετανάστευση, ο ερχομός ενός νέου μέλους στην οικογένεια.

Οι γονείς καλούνται να αντιληφθούν αυτές τις δυσκολίες που βιώνουν οι μαθητές και οι μαθήτριες, να κάνουν υπομονή και να δώσουν χρόνο στα παιδιά τους ώστε να προσαρμοστούν.

– Ψυχραιμία σε συμπτώματα των παιδιών, όπως οι δυσκολίες στον ύπνο, τα παράπονα για σωματικές ενοχλήσεις, η συχνοουρία, η άρνηση για το σχολείο.

Πρόκειται για σημάδια άγχους και φοβιών που αποδίδονται στην αλλαγή περιβάλλοντος και υποχωρούν ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα. Αν δεν υποχωρήσουν, συνιστάται η επικοινωνία με τον δάσκαλο και η τυχόν παρέμβαση από κάποιον επαγγελματία.

– Δείξτε ενδιαφέρον. Και οι δύο γονείς καλούνται να δείχνουν ενδιαφέρον για όσα διαδραματίζονται καθημερινά μέσα στο σχολείο, ώστε τα παιδιά να αντιλαμβάνονται ότι κάνουν κάτι σημαντικό.

Το ενδιαφέρον αυτό, όμως, δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικό, καθώς οι μικρές ηλικίες το ερμηνεύουν ως πίεση. «Καλό είναι να βρισκόμαστε δίπλα στα παιδιά μας, να είμαστε διαθέσιμοι, να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, ώστε να μας μιλήσουν για όσα κάνουν στο σχολείο.

Μπορεί, κάποια στιγμή, να μην θέλουν να μιλήσουν, αλλά είναι πιθανόν, το βράδυ που θα χαλαρώσουν, να θυμηθούν διάφορα και να μας τα εμπιστευτούν» σημειώνει η κ. Κυριακίδου.

– Σιγά σιγά και χωρίς πίεση. Η σχολική εργασία στο σπίτι δεν θα πρέπει να έχει το στυλ της τιμωρίας και να περιλαμβάνει απειλές για τη στέρηση του παιχνιδιού ή ακόμη και ανταμοιβές μετά την ολοκλήρωση της μελέτης. «Κάθε παιδί θα πρέπει να αντιληφθεί, με τη βοήθεια των γονέων, ότι η σχολική εργασία είναι κομμάτι της καθημερινότητας και του προγράμματός του.

Ούτε η τιμωρία ούτε τα δώρα βοηθούν, γιατί, με αυτό τον τρόπο, εκπαιδεύουμε τα παιδιά να μαθαίνουν για να λάβουν κάποια ανταμοιβή» τονίζει ο κ. Φανιόπουλος.

Από την άλλη πλευρά, οι γονείς οφείλουν να αφουγκραστούν τα όρια κάθε παιδιού και αν το τελευταίο διακόπτει στη μέση μια δουλειά που πρέπει να κάνει, να μην επιμένουν πολύ.
Εναλλακτικά, με ηρεμία, μπορούν να του υπενθυμίζουν ότι η μελέτη είναι δικό του καθήκον και ότι αν επιλέξει να μην την ολοκληρώσει, αυτό θα γίνει αντιληπτό στη σχολική τάξη.

– Δώστε το παράδειγμα. «Δεν είναι δυνατόν, την ώρα που ένα παιδί μελετά για το σχολείο, ο γονιός του να βλέπει τηλεόραση ή να παίζει παιχνίδι στον ηλεκτρονικό υπολογιστή» προσθέτει ο σχολικός σύμβουλος, δίνοντας έμφαση στο προσωπικό παράδειγμα κάθε γονιού για την μελέτη.

– Μην διορθώνετε γραπτά. Είναι αρκετά συχνό φαινόμενο, οι γονείς να διορθώνουν τα γραπτά των παιδιών τους, να σκίζουν σελίδες, να ζητούν από τα παιδιά να σβήνουν τα γράμματα που δεν είναι καλοφτιαγμένα. Οι ειδικοί τονίζουν ότι η «δουλειά» του γονιού είναι να ενθαρρύνει τα παιδιά να μπουν στον κόσμο της γνώσης και της μελέτης και να μείνουν με την αίσθηση ότι μπορούν να τα καταφέρουν.

Η διαρκής διόρθωση και επισήμανση των λαθών δημιουργεί στους μαθητές την αίσθηση της ανεπάρκειας, γι’ αυτό προτείνεται στους γονείς να τους προτρέπουν να ελέγχουν μια άσκηση, να την ξανακοιτούν και να προσπαθούν ξανά.

– Αυτονομία στη μελέτη. Αν και κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, από την πρώτη στιγμή η οικογένεια καλείται να ενισχύσει την αυτονομία του παιδιού σε κάθε συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης και της σχολικής μελέτης.

Οι μαθητές και οι μαθήτριες πρέπει να έχουν την ευθύνη για την προετοιμασία της σχολικής τσάντας, να γνωρίζουν τι πρέπει να περιέχει πάντα, να αναλαμβάνουν την φροντίδα των τετραδίων, να κάνουν τον προγραμματισμό τους ώστε να επιλέγουν πότε θα διαβάσουν και πότε θα παίξουν. «Η αυτονομία στη μελέτη δεν πάει μόνη της.

Το πιο πιθανό είναι ένα παιδί που φοράει μόνο του τις κάλτσες του και τα ρούχα του να είναι πιο δεκτικό στις παραινέσεις των γονέων να κάνει μόνο του στην άσκηση και μετά να τους τη δείξει» σχολιάζει η κ. Κυριακίδου και υπογραμμίζει ότι θα πρέπει κάθε μέλος της σχολικής κοινότητας να αντιλαμβάνεται ότι είναι δική του έγνοια η μελέτη και όχι της οικογένειας.

– Δώστε χρόνο για παιχνίδι
. Η ανάγκη των παιδιών της πρώτης σχολικής ηλικίας για παιχνίδι είναι κυρίαρχη και δεν πρέπει να παραγκωνίζεται προς χάρη της μελέτης.

«Το παιχνίδι είναι τόσο σημαντικό όσο και η τροφή και η ασφάλεια της οικογένειας» λέει η αναπληρώτρια επιστημονική υπεύθυνη της «Πυξίδας».

Από την πλευρά του, ο κ. Φανιόπουλος χαρακτηρίζει τους σύγχρονους μαθητές δημοτικού ως τους πιο σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους που υπάρχουν, καθώς τις ώρες εκτός σχολείου κατακλύζονται από δραστηριότητες που σχετίζονται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, τον αθλητισμό και την τέχνη.

 Ειδικά για τις ξένες γλώσσες, επισημαίνει ότι η εκμάθησή τους προτού ολοκληρωθεί η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας δεν βοηθά τα παιδιά, εκτός αν γίνεται μόνο σε προφορικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, συνιστά να δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά να διαχειρίζονται το χρόνο τους ώστε να επιλέγουν τις δραστηριότητες που τους αρέσουν ή να εγκαταλείπουν εκείνες που δεν τους αρέσουν.

Πέραν, όμως, των παραπάνω συστάσεων, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι, γονείς και άλλοι ειδικοί αναγνωρίζουν πολλά ακόμη «λάθη», στα οποία συγκαταλέγουν την όξυνση της επιθυμίας των γονιών για καλύτερες σχολικές επιδόσεις, όταν τα παιδιά τους βρίσκονται στην πέμπτη δημοτικού προκειμένου να επιλεγούν για τη θέση του σημαιοφόρου στην έκτη δημοτικού, την υποβολή παιδιών μικρής ηλικίας σε τεστ νοημοσύνης, τη διαρκή σύγκριση των παιδιών από την πλευρά των γονέων στις συχνές συναντήσεις και τα «πηγαδάκια» στα οποία παρευρίσκονται.

«Κάθε ένα παιδί μαθαίνει ατομικά και η επίδοσή του είναι προσωπική, γι’ αυτό και οι συγκρίσεις θα πρέπει να γίνονται με τις προηγούμενες επιδόσεις των παιδιών και όχι ανάμεσα στα παιδιά» σχολιάζει ο σχολικός σύμβουλος και φέρνει ως παράδειγμα τις επιδόσεις ενός ευτραφούς παιδιού και ενός πολύ αδύνατου παιδιού στη γυμναστική.

«Το διακύβευμα δεν είναι το ευτραφές παιδί να τρέξει πιο γρήγορα από το αδύνατο, αλλά το πρώτο να βελτιώσει τη φυσική του κατάσταση.

Το ζητούμενο δεν είναι ένα κοντό παιδί να “καρφώνει” στο μπάσκετ, αλλά να βελτιώσει το άλμα του ή τις κινήσεις του ώστε να είναι πιο ευέλικτο στο παιχνίδι» προσθέτει και δηλώνει με έμφαση ότι οι υπόλοιπες ικανότητες και δεξιότητες που δεν είναι τόσο ορατές όσο τα παραπάνω παραδείγματα θα πρέπει να εντοπίζονται και να ενισχύονται κατάλληλα με γνώμονα την προσωπική εξέλιξη και όχι τη διαπροσωπική σύγκριση.

Η κ. Κυριακίδου σχολιάζει, από τη δική της πλευρά, ότι δεν βοηθά τα παιδιά η διαδικασία υποβολής τους σε τεστ νοημοσύνης από τόσο μικρές ηλικίες, εκτός αν υπάρχει ανησυχία για κάποιο πρόβλημα που θα πρέπει να διερευνηθεί σε συνεργασία με επαγγελματίες σε επίπεδο ψυχικής υγείας ή αναπτυξιακής διαταραχής.

«Κανονικά δεν επιτρέπονται τα τεστ νοημοσύνης. Δεν τα κάνουμε όπως μια επίσκεψη στο γυμναστήριο ή στο καφέ, αλλά μόνο αν υπάρχει κάποια δυσκολία.

Η διαδικασία της εξέτασης δεν βοηθά τα παιδιά και κάποιες φορές είναι λάθος οι γονείς να επικοινωνούν σε υπερβολικό βαθμό με άλλους γονείς, συγκρίνοντας τα παιδιά τους και βιώνοντας προσωπική αποτυχία όταν κάποιος μαθητής υστερεί σε κάτι σε σχέση με κάποιον άλλο» επισημαίνει χαρακτηριστικά και δεν παραλείπει να αναφέρει ότι η νοημοσύνη είναι πολυδιάστατη και ταχύτατα εξελισσόμενη και πρέπει να αναπτύσσεται ισόρροπα σε επίπεδο γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό.