Είναι χωρίς αμφιβολία ένα ιστορικό και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Τέτοιες μέρες- το Φεβρουάριο του 1975- ο Παρασκευάς Μπόλαρης συνελήφθη για την ενεργό συμμετοχή του στο επονομαζόμενο «κίνημα της πιτζάμας».

Ο ταγματάρχης των καταδρομών είναι από τους αμετανόητους υπερασπιστές της χούντας ή της «επανάστασης», όπως εξακολουθεί να την αποκαλεί, ακόμα και στη δίκη που ακολούθησε. Ένας αξιωματικός που θεωρήθηκε άνθρωπος του Ιωαννίδη και έγινε πρωτοσέλιδο όταν συνόδευσε το δικτάτορα στα δικαστήρια, οπλοφορώντας. Απέκτησε διαστάσεις θρύλου όταν απέδρασε τον Αύγουστο του 1977.

Το περιοδικό «Crash» σε μια σπάνια αποκλειστικότητα παρουσιάζει τη δική του αφήγηση για το πώς γράφτηκαν τα κεφάλαια μιας περιπετειώδους ζωής, που για τα είκοσι χρόνια που παρέμεινε ασύλληπτος, εκτός από τον διαρκή αγώνα για επιβίωση, περιλαμβάνουν και δύο απόπειρες δολοφονίας εναντίον του.

– Δηλαδή, από την πρώτη μέρα ο νους σας ήταν στην απόδραση;
«Καταρχήν, είναι καθήκον στον αξιωματικό, όπως λέμε και στους Κανονισμούς μας, όταν συλλαμβάνεσαι από τον εχθρό, πρέπει να βρεις τρόπο να δραπετεύσεις. Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε στην Κέρκυρα ο Γιώργος Αλφαντάκης, ο δικηγόρος μου, και σε ένα τραπέζι, παρουσία και των φυλακών, ενώ μου έδειχνε κάτι χαρτιά, του πάσαρα ένα σημείωμα που είχα ετοιμάσει: “Οι συνθήκες εδώ είναι άθλιες, κάνε κάτι”. Και έκανε. Σε λίγες μέρες μάζεψαν μερικούς και μας πήγαν στην Κασσαβέτεια του Βόλου, όπου ήταν και ο αδελφός του Παπαδόπουλου, ο Κώστας, δυο-τρεις άλλοι, ο Κωνσταντόπουλος βέβαια, ο Λυμπέρης, ο ανθυπολοχαγός κ.λπ. Εν πάση περιπτώσει, ήμασταν, θα έλεγα, ένας θάλαμος περίπου 15-20 άτομα εκεί».

– Φτάνετε τελικά στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Αρχίσατε εξετάσεις;
«Άρχισαν να κάνουν εξετάσεις, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα, γιατί δεν είχα τίποτα. Με κράτησαν μία εβδομάδα εκεί πέρα, αλλά μου ήταν αρκετό».

– Ήσασταν μόνος σας;

«Όχι. Στο δωμάτιο βρήκα τον Θεόδωρο Θεοφιλογιαννάκο, που ήταν εκεί ήδη περίπου μία εβδομάδα, αλλά υπήρχε και η Ασφάλεια. Ήταν περίπου δέκα αστυνομικοί στην αρχή, με επικεφαλής έναν αστυνόμο. Σε κάποια στιγμή, ο Θεοφιλογιαννάκος πήγαινε για τηλέφωνα, αλλά τον συνόδευαν δύο ή τρία άτομα, οπότε σκέπτομαι: “δεν αρχίζω να κάνω τηλέφωνα να δω πώς είναι;”. Δηλαδή, η ουσία ήταν ότι εγώ προσπαθούσα να βρω τις συνήθειες των αστυνομικών».

– Παρακολουθούσατε να δείτε πού ήταν το «αδύνατο» σημείο τους;
«Ακριβώς αυτό και αυτό εκμεταλλεύτηκα. Στην αρχή, με συνόδευαν, αντί για δύο ή τρεις, όπως έκαναν με τον Θεοφιλογιαννάκο, ερχόταν και ο επικεφαλής, γιατί φοβόντουσαν πάντοτε ότι εγώ δεν αποκλείεται να δραπετεύσω, αλλά τους καθησύχαζα και με την πάροδο των ημερών αλλοιώθηκε αυτό, σε σημείο που στο τέλος δεν με συνόδευε κανείς! Υπόψη ότι η σύζυγός μου ερχόταν επισκεπτήριο και της ζήτησα να μου φέρει μια ποδιά ιατρού και μια περούκα. Αυτή κατάλαβε περί τίνος πρόκειται. Μου λέει “αυτό είναι επικίνδυνο”, αλλά μου τα έφερε. Και τι έκανα λοιπόν; Αποφάσισα ένα βράδυ και τους λέω “εγώ πάω να κοιμηθώ, κουράστηκα”, 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα τώρα. Μπήκα μέσα στο δωματιάκι, έβγαλα από τον Θεοφιλογιαννάκο τα μαξιλάρια και τις κουβέρτες, τα έβαλα από κάτω από τη δική μου κουβέρτα, διότι οι αστυνομικοί, όταν κοιμόμασταν, άνοιγαν λίγο κουφωτά την πόρτα να δουν αν ήμαστε μέσα. Έτσι, βρήκα κάποια στιγμή, κοντά στο ξημέρωμα, για να μην βγω έξω και δεν υπάρχουν συγκοινωνίες, έβαλα την ποδιά, όπως το είχα σκηνοθετήσει, πήρα και ένα τσαντάκι που είχα τα ξυριστικά μου μέσα εκεί, έβαλα και την περούκα και την ώρα που άλλαζε και η βάρδια των γιατρών, βγήκα έξω από την είσοδο, αλλά δεν πήγα απευθείας από το φυλάκιο, εκεί που άνοιγε μία μπάρα, αλλά πήγα από την απέναντι μεριά, χαιρέτησα από μακριά το θυρωρό και έφυγα. Αυτό ήταν. Αρχές Αυγούστου του 1977».

– Αλλάζατε κρησφύγετο κάθε εβδομάδα;
«Έτσι ακριβώς, ιδίως στην Αθήνα, κάθε εβδομάδα και διαφορετικό. Άλλαξα τουλάχιστον έξι με επτά, που μου τα έβρισκαν. Ήρθε σε επαφή ο Γιάννακας και με άλλους αξιωματικούς των καταδρομών, πρώην συναδέλφους, γιατί ήταν προσκείμενοι, οπότε υπήρχε αυτή η βοήθεια. Δεν λέω ότι δεν υπήρξε βοήθεια».

– Στην Κρήτη πώς πήγατε, πώς φτάσατε;
«Με το καράβι, μεταμφιεσμένος. Όχι με την ποδιά του γιατρού, αλλά την ίδια περούκα όμως την είχα. Ήταν με καστανά μαλλιά, σγουρά. Με περνούσαν για Αφρικανό ή απόγονο Αφρικανών».

– Με το ραντεβού στη ρωσική εκκλησία τι έγινε;
«Το ραντεβού μου ήταν εκεί, αλλά πριν πάω έκανα αναγνώριση να δω πως είναι τα πράγματα, τι είναι, και απέναντι από τον Εθνικό Κήπο, στο πεζοδρόμιο, εκεί περιφερόμουν, έκανα και γύρω γύρω εκεί, πέρασα μία-δύο φορές, τον είδα αυτόν που καθόταν και περίμενε, αλλά ήθελα να βεβαιωθώ 100% ότι δεν παρακολουθείται. Όμως, σε κάποια στιγμή, ενώ ήμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, έξω από τον Κήπο, με πλησίασε ένας αστυνομικός με πολιτικά και μου λέει: “Είσαι ο Μπόλαρης; Φύγε, διότι είμαστε εδώ, γιατί έχουμε την πληροφορία ότι θα συναντηθείς με κάποιον”».

– Σε προσωπικό επίπεδο τι συμβαίνει; Δηλαδή επικοινωνία με τους δικούς σας ή κάποια σύντροφο, φίλους;

«Ναι, άρχισα να έχω. Μετά από 2 χρόνια άρχισα να επικοινωνώ με την πρώην σύζυγό μου, γιατί τα παιδιά ήταν ακόμα μικρά».

– Να έρθουμε τώρα στο κομμάτι που αφορά τις απόπειρες εναντίον σας;
«Πάντοτε υπήρχαν άνθρωποι, αξιωματικοί, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών που προσπαθούσαν να μάθουν που βρίσκομαι, αφού έπρεπε να συλληφθώ. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Ιωάννης Γκόρος, γιος του ταγματάρχη Πέτρου Γκόρου, βορειοηπειρωτικής καταγωγής, που ήταν καταδρομέας και είχε υπηρετήσει, υπό τον Γιάννακα, στη Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων, όπου είχε γνωριστεί με διάφορους πράκτορες που έμπαιναν στη χώρα. Ο γιος του είχε μπει Σχολή Ικάρων, αλλά στο δεύτερο έτος διώχθηκε σαν ακατάλληλος να πετάξει αεροπλάνο. Δεν τον πήρε και η Σχολή Ευελπίδων, όπως συνηθιζόταν τότε, οπότε ο πατέρας του, με τις διασυνδέσεις που είχε με τους πράκτορες της CIA, τον έστειλε στην Αμερική και έγινε “εκτελεστής” της CIA. (…)».

Η καταδίκη
Γιατί, όμως, τον κυνηγούσε ακόμη η CIA; Γιατί του έστειλε «εκτελεστή» το 1985 και γιατί, δέκα χρόνια μετά, άλλοι πράκτορες προσπάθησαν να τον συλλάβουν. Όπως λέει, δεν ήθελαν να μιλήσει για την προδοσία της Κύπρου και για την πτώση του Παπαδόπουλου, καθώς πίστευε και πιστεύει ακόμη πως ήταν έργο της Mossad. Αυτός, για τον ίδιο, ήταν ο βασικός λόγος και όχι επειδή είχε αποδράσει από τη φυλακή όπου εξέτιε ποινή κάθειρξης 8,5 ετών για τη συμμετοχή του στο λεγόμενο «πραξικόπημα της πιτζάμας» κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

– Λέτε ότι ξένες δυνάμεις δημιούργησαν το πρόβλημα και έφεραν τη Μεταπολίτευση;
«Όχι άλλες ξένες δυνάμεις, εννοώ αποκλειστικά η Mossad και να το δικαιολογήσω γιατί, υπάρχει και το τεκμήριο. Η εποχή εκείνη ήταν επί προέδρου Nixon, αλλά κυβερνούσε αποκλειστικά ο Henry Kissinger. Αυτός εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία αυτή ότι η Αμερική ήταν τελείως ακυβέρνητη και υλοποίησε το δικό του σχέδιο. Το είχε προαναγγείλει, για τον πόλεμο των έξι ημερών, εν συνεχεία τη σταθεροποίηση, εν συνεχεία αυτό και το άλλο. (…)».

– Ο γαμπρός του Ιωαννίδη ήταν Εβραίος και λέγανε τότε ότι ήταν και πράκτορας της Mossad εδώ.

«(…) Στην ουσία, χρησιμοποιήθηκε ο Ιωαννίδης, μέσω του Αλαζράκη, που ήταν ένας σύνδεσμος της Mossad. Ο Αλαζράκης ήταν ο αγγελιοφόρος, ήταν ο μεταδότης, του έδιναν εντολές, πήγαινε πες του Ιωαννίδη τάδε κ.λπ. και με την “πιτζάμα”, λοιπόν, είχε πλήρως επικρατήσει ο σχεδιασμός της Mossad».

– Το ελληνικό δημόσιο σας πληρώνει τίποτα;
«Ναι, διότι αμέσως μετά που έβγαλα εγώ την ταυτότητα και το διαβατήριο, κατέθεσα τα χαρτιά μου να πάρω τη σύνταξή μου. Τη σύνταξή μου την έπαιρνε η σύζυγος, όπως ισχύει από τη νομοθεσία. Αλλά εγώ αμέσως κατέθεσα τα χαρτιά για να έρθει η σύνταξη σε μένα».