Να επανεξεταστεί η πρόσφατη γνωμοδότηση που ελήφθη στην πρόσφατη κοινή συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων σχετικά με τη μη κήρυξη του παλαιού Μουσείου Ακρόπολης ως διατηρητέου μνημείου, ζητάει με ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ).

«Το παλαιό Μουσείο να κηρυχθεί ως διατηρητέο μνημείο για λόγους ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας. Παράλληλα να δοθούν στις αρμόδιες Υπηρεσίες όλα τα απαραίτητα μέσα για να εκκινήσει έναν νέο κύκλο ζωής που θα καταστήσει το παλιό Μουσείο κύτταρο ανανέωσης στην κατεύθυνση της σύγχρονης λειτουργίας του χώρου» δηλώνει ο ΣΕΑ.

Η ανοικοδόμησή του κτιρίου ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Π. Κάλκου. Έπειτα από μία σειρά επεκτάσεων και προσθηκών έλαβε την τελική του μορφή περί τα μέσα του 20ού αι. με την επιμέλεια του αρχιτέκτονα Π. Καραντινού. Η αρχιτεκτονική του μορφή είναι απέριττη, συμμετρική και κλασικίζουσα, αποδίδοντας τα ρεύματα της εποχής του. Ελήφθη μέριμνα ώστε το κτήριο να αναπτύσσεται σε υψομετρική στάθμη χαμηλότερη από την κρηπίδα του όμορου Παρθενώνα, ώστε να μην προκαλεί οπτική όχληση στους επισκέπτες, αλλά και στην εικόνα του Βράχου από μακριά. Η επιλογή των υλικών ως προς τους χρωματικούς τόνους αλλά και την υφή ήταν τέτοια, ώστε να εναρμονίζεται με το περιβάλλον του Βράχου.

«Το παλαιό Μουσείο έκλεισε τον μεγάλο πρώτο κύκλο της ζωής του με την -αναμφισβήτητα αναγκαία- κατασκευή του νέου Μουσείου για την Ακρόπολη. Έκτοτε μένει κενό φέροντας ακόμη τα σημάδια των εκθεμάτων στο κέλυφος του, αλλά και την πατίνα της μακρόχρονης λειτουργίας του» επισημαίνεται στην ανακοίνωση, που συνεχίζει:

«Ένας σύγχρονος αρχαιολογικός χώρος, με όγκο επισκεπτών που αγγίζει το 1,5 εκατομμύριο, έχει απόλυτη ανάγκη από τον μοναδικό στεγασμένο χώρο του. Εκεί μπορεί να προστατέψει και να εκθέσει, σύμφωνα και με την άποψη των αρμόδιων Υπηρεσιών, μεγάλο αριθμό επιγραφών, που τώρα φθείρονται στην ύπαιθρο και μεγάλο αριθμό αρχιτεκτονικών μελών, που σήμερα απόκεινται σε λιθοσωρούς και κλωβούς διάσπαρτους στο χώρο. Κύρια όμως να αποκτήσει έναν επισκέψιμο χώρο και να αφηγηθεί θεματικές που δεν παρουσιάστηκαν ποτέ, όπως η ιστορία των ανασκαφών του Βράχου, των αναστηλωτικών έργων, οι εποχές από τη μακραίωνη ζωή της Ακρόπολης στις οποίες το νέο Μουσείο παρέλειψε να αναφερθεί. Σε ένα τέτοιο κτίριο μπορούν ιδιαίτερα να βρουν στέγη ακόμη και εκπαιδευτικά προγράμματα οργανωμένα σε τακτική βάση, που σήμερα δεν μπορούν να προγραμματιστούν παρά μόνο ως επετειακά. Όσον αφορά στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ιερού του Πανδίονος και του μυκηναϊκού τείχους που διατηρούνται στις υπόγειες αποθήκες του Μουσείου, είναι δυνατόν να γίνουν επισκέψιμα με μικρή τροποποίηση των διαδρομών και διαμόρφωση του χώρου. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, οι ανάγκες που προκύπτουν από τον όγκο των επισκεπτών (έκτακτες καιρικές συνθήκες, ζητήματα υγείας των επισκεπτών και άλλα έκτακτα περιστατικά με τα οποία έρχονται συχνά αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι στην Ακρόπολη) καθιστούν απαραίτητο τον στεγασμένο χώρο του παλαιού Μουσείου».