Χρήσιμο εργαλείο για αποδοτικότερες αρδεύσεις και μειώσεις των εισροών στην καλλιέργεια βάμβακος, στο θεσσαλικό κάμπο, μπορεί να αποτελέσει η γεωργία ακριβείας, όπως καταδεικνύουν τα μέχρι στιγμής συμπεράσματα της δράσης «Καλλιέργεια βάμβακος με τις αρχές της γεωργίας ακριβείας στη λεκάνη απορροής του Πηνειού», που διεξήχθη στο πλαίσιο ευρωπαϊκού προγράμματος.

Συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας του ΕΘΙΑΓΕ συμμετέχει σε ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα, που έχει ως βασικό στόχο την αντιμετώπιση του φαινομένου της ερημοποίησης, μέσω της καλύτερης διαχείρισης του αρδευτικού νερού στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης απορροής του Πηνειού Ποταμού.

Η καλλιέργεια βάμβακος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες στη Θεσσαλία, αλλά ταυτόχρονα και έναν από τους πιο σημαντικούς καταναλωτές αρδευτικού νερού στην περιοχή.

Στο πλαίσιο του προγράμματος i-adapt, παρουσιάζεται και αξιολογείται ένα πειραματικό σύστημα καλλιέργειας βάμβακος που δοκιμάζεται από το ερευνητικό πρόγραμμα HydroSense, στο οποίο εφαρμόζονται οι αρχές της γεωργίας ακριβείας.

Η γεωργία ακριβείας αποτελεί ένα σύστημα παραγωγής αγροτικών προϊόντων που στηρίζεται στη διαφοροποίηση των εισροών στον αγρό, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες της καλλιέργειας τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο.

Βασικός στόχος του πειραματισμού είναι η αποτελεσματικότερη άρδευση, λίπανση και φυτοπροστασία της καλλιέργειας βάμβακος, με μείωση των εισροών και ταυτόχρονη εξασφάλιση οικονομικών και περιβαλλοντικών ωφελειών.

Αποτελέσματα για την άρδευση

Κατά τον πειραματισμό επελέγησαν, με τη βοήθεια δορυφορικών εικόνων υψηλής ευκρίνειας, τρεις αγροί με σημαντική χωρική διαφοροποίηση ως προς την περιεκτικότητά τους σε οργανική ουσία που βρίσκονται στις περιοχές Γεντίκι, Ομορφοχώρι και Γυρτώνη του νομού Λάρισας.

Σε κάθε πειραματικό αγρό οριοθετήθηκε περιοχή 10 στρεμμάτων, στην οποία εφαρμόστηκε σύστημα διαχείρισης, σύμφωνα με τις αρχές της γεωργίας ακριβείας, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα εφαρμόστηκε η συμβατική μέθοδο των παραγωγών.

Στην πιλοτική περιοχή, όπως δηλώνει στο ΑΜΠΕ ο Δρ. Χρίστος Τσαντήλας, τακτικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας, διαχωρίστηκαν διαφορετικές ζώνες διαχείρισης ανάλογα με τη χωρική παραλλακτικότητα της οργανικής ουσίας του εδάφους, στις οποίες εγκαταστάθηκαν τρία διαφορετικά είδη αισθητήρων για την παρακολούθηση των αναγκών της καλλιέργειας για άρδευση.

Δηλαδή, όπως εξηγεί ο κ. Τσαντήλας, σύστημα αισθητήρων υπέρυθρης ακτινοβολίας για την καταγραφή της θερμοκρασίας του φυλλώματος της καλλιέργειας, το οποίο έδινε πληροφορίες για τον χρόνο έναρξης της άρδευσης όταν η θερμοκρασία του φυλλώματος προσέγγιζε τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, αισθητήρες καταγραφής της υγρασίας του εδάφους που κατέγραφαν την πορεία μείωσης της υγρασίας στην περιοχή του ριζοστρώματος, όπως και συσκευή καταγραφής των απωλειών νερού, μέσω της εξατμισοδιαπνοής, που προσδιόριζε την απαιτούμενη ποσότητα του αρδευτικού νερού.

Η άρδευση σε κάθε ζώνη διαχείρισης πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις ενδείξεις των αισθητήρων, ενώ στο τέλος της καλλιεργητικής περιόδου πραγματοποιήθηκε η συγκομιδή του βάμβακος με τη χρήση μετρητή απόδοσης (yield monitor) και δημιουργήθηκε ο χάρτης απόδοσης κάθε αγρού προκειμένου να αξιολογηθεί η απόδοση κάθε ζώνης διαχείρισης σε σύγκριση με το μάρτυρα.

Τα αποτελέσματα του πειραματισμού έδειξαν σημαντικές μειώσεις στην κατανάλωση αρδευτικού νερού της τάξεως του 25% που έφτασε μέχρι και 35% σε συγκεκριμένες ζώνες. Η απόδοση αυξήθηκε σημαντικά, ενώ αυξήθηκε και η αποτελεσματικότητα χρήσης αρδευτικού νερού περί το 25%.

Μεταξύ των συμπερασμάτων που προέκυψαν είναι πως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια μείωσης της κατανάλωσης αρδευτικού νερού στην καλλιέργεια βάμβακος στη περιοχή της Λεκάνης απορροής του Πηνειού, χωρίς να μειώνεται η απόδοση της καλλιέργειας.

Επίσης, η παρακολούθηση της εδαφικής υγρασίας και της εξατμισοδιαπνοής μπορούν να αποτελέσουν πολύ χρήσιμα εργαλεία με μικρό κόστος για την απόφαση του χρόνου έναρξης της άρδευσης και της ποσότητας αρδευτικού νερού.

Η κοστολόγηση των νέων αυτών τεχνολογιών δεν είναι δυνατή με τα σημερινά ερευνητικά δεδομένα στη χώρα μας, ωστόσο το κόστος εφαρμογής ορισμένων από αυτές (π.χ. συσκευές μέτρησης της εξατμισοδιαπνοής, αισθητήρες υγρασίας εδάφους) εκτιμάται πως θα είναι συμβατό με την ελληνική γεωργία.

Το πρόγραμμα

Το ερευνητικό πρόγραμμα i-adapt «Καινοτόμες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης στον Πηνειό: Πιλοτική παρουσίαση τεχνολογιών» (innovative approaches to halt desertification in Pinios: Piloting emerging technologies) εγκρίθηκε στο πλαίσιο της πρόσκλησης της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Halting Desertification in Europe» και αποσκοπεί να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο και λειτουργικό σχέδιο για την καταπολέμηση της Ερημοποίησης στην λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών που θα παρουσιασθούν πιλοτικά στην περιοχή και σχετίζονται κυρίως με τη διαχείριση των υδατικών πόρων που χρησιμοποιεί η γεωργία.

Επίσης, στόχος είναι να ποσοτικοποιήσει τις αναμενόμενες επιπτώσεις του προτεινόμενου σχεδίου στη λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού.

Φορέας υλοποίησης του προγράμματος είναι το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Συντονίστρια του έργου είναι η καθηγήτρια του Εργαστηρίου Υδρολογίας της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών Μαρία Μιμίκου.

Στο πρόγραμμα συμμετέχουν, επίσης, το Εθνικό Ίδρυμα Γεωργικής Έρευνας με το Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας (Ι.Χ.Τ.Ε.Λ), και επιστημονικό υπεύθυνο τον κ. Τσαντήλα.

Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στα 710.000 ευρώ. Χρηματοδοτείται κατά 75% από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Directorate – General for Environment) και κατά 25% από ιδία συμμετοχή των εταίρων του έργου.