Με μια βαλίτσα στο χέρι, από εκείνες τις παλιές ογκώδεις βαλίτσες, που ο ίδιος την είχε από την πρώτη δημοτικού, ο Ιωάννης Καμπούρης, έφτανε προ ημερών στη Θεσσαλονίκη, για να ξετυλίξει τις εμπειρίες του από την προσωπική του διαδρομή, να μιλήσει για το δικό του βίωμα προσφυγιάς, να εξηγήσει γιατί η Οδύσσεια είναι πάντα έπος επίκαιρο.

Πάνω στη βαλίτσα υπήρχαν ημερομηνίες σημαντικές για εκείνον αλλά και σημαδιακές, καθώς άλλαξαν την πορεία της ζωής του και τον έκαναν «τον μικρό πρόσφυγα που κατακτά παγκόσμιες αγορές με τα προϊόντα του. Αυτός ήταν, άλλωστε ο τίτλος της δικής του παρέμβασης στην ενότητα Human Stories για την παρουσίαση ανθρώπινων ιστοριών κατά την «ημέρα προσφυγικού» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του πρόσφατου 28ου Money Show.

«Η καταγωγή μου είναι από την Ίμβρο. Την εγκατέλειψα μικρός για να πάω σχολείο στην Κωνσταντινούπολη, μένοντας από θεία σε θεία και από γνωστό σε γνωστό. Το 1978 φτάνοντας στην Ελλάδα για να σπουδάσω, έχασα την τουρκική υπηκοότητα. Για πέντε χρόνια ήμουν άπατρις. Δεν είχα ούτε την ελληνική υπηκοότητα, ούτε την τουρκική. Δεν είχα τα νόμιμα έγγραφα ενώ δεν μπορούσα και να επιστρέψω», δηλώνει ο Ιωάννης Καμπούρης στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Τονίζει με νόημα ότι γνωρίζει όσα αισθάνονται και ζουν οι μικροί μετανάστες του σήμερα, καθώς και ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο του, να ζει χωρίς την οικογένειά του, να πάρει την τύχη του στην πλάτη του και να περπατήσει μόνος το δρόμο για την επιβίωση, με λίγα υπάρχοντα, χωρίς χρήματα και χωρίς βοήθεια. Το 1983 πήρε την ελληνική υπηκοότητα ενώ έγινε φιλόλογος και σήμερα δραστηριοποιείται επαγγελματικά στην ιδιωτική εκπαίδευση.

Στις «καλές εποχές» αγόρασε κάποια κτήματα στην Πελοπόννησο και φύτεψε ελιές αφού, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά, «στην Ίμβρο ο πατέρας και οι παππούδες είχαν ελαιώνες και οι μνήμες αυτές αναβίωσαν στην Πελοπόννησο αρκετά χρόνια αργότερα». Και ενώ μέχρι πριν πέντε χρόνια το λάδι από αυτά τα δέντρα το έδινε σε φίλους και συγγενείς, χωρίς να γνωρίζει από σωστή συγκομιδή και παραγωγή ελαιολάδου, κάποια στιγμή αποφάσισε να παρακολουθήσει σεμινάρια και να μάθει για τις ορθές καλλιεργητικές πρακτικές, για τον τρόπο παραγωγής, τυποποίησης και διακίνησής του.

«Εκτός από μένα στο εγχείρημα συμμετέχουν η σύζυγός μου και δύο φίλοι μας» λέει και εξηγεί ότι όλοι τους αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δημιουργικό μάρκετινγκ των πέντε αισθήσεων, όχι απλά για να προωθήσουν κάποιο προϊόν αλλά για να το κάνουν γνωστό μέσα από τις γεύσεις και τα αρώματά του, την ιστορία του, τον πολιτισμό μέσα από τον οποίο δημιουργήθηκε.

Με αυτόν τον τρόπο προέκυψε το ελαιόλαδο με σαφείς αναφορές στην ελληνική Μυκηναϊκή ιστορία, με μεγάλη περιεκτικότητα σε πολυφαινόλες, βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς, υγειοπροστατευτικές ιδιότητες και συσκευασίες υψηλής αισθητικής αλλά και τα μονοποικιλιακά μέλια που παράγει η εταιρεία που δημιουργήθηκε.

«Ακολούθησαν και άλλα προϊόντα, με την ίδια λογική, ωστόσο επιδιώξαμε να παράγουμε ένα προϊόν που θα ήταν η αιχμή του δόρατος για τη δραστηριότητά μας. Θέλαμε να κάνουμε κάτι που να διαφοροποιεί τη δική μας εταιρεία από άλλες που παράγουν ομοειδή προϊόντα ώστε να διαθέτουμε ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στην αγορά.

Έτσι καταλήξαμε να παράγουμε ελαιόλαδο με βρώσιμο χρυσό, το μοναδικό ελληνικό προϊόν, το οποίο αυτή τη στιγμή είναι το ακριβότερο ελαιόλαδο στον κόσμο» τονίζει ο κ. Καμπούρης και προσθέτει: «υπάρχει εκπρόσωπος στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που πουλάει τα 250 ml στην τιμή των 610 ευρώ και άλλος στην Μπανγκόνγκ της Ταϊλάνδης που το εμπορεύεται στην τιμή των 750 ευρώ για την ίδια ποσότητα».

Το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τον ίδιο, περιέχει φύλλα βρώσιμου χρυσού που θεωρείται ότι έχουν αντιγηραντικές ιδιότητες ενώ παρέχει και ευεξία. «Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι γνωστό από την Κλεοπάτρα» σημειώνει και γνωστοποιεί ότι παραγγελίες καταφθάνουν στην Ελλάδα από βασίλεια της ανατολής αλλά και την Ευρώπη.

Για τα τελευταία βήματα της εταιρείας διευκρινίζει ότι γίνονται προσπάθειες να επικοινωνήσει το προϊόν σε μεγάλους και γνωστούς δισεκατομμυριούχους σε ολόκληρο τον κόσμο, σύμφωνα με τις σχετικές αναφορές του αμερικανικού περιοδικού Forbes.

Στην πορεία αυτή ο ίδιος δηλώνει ότι παραμένει «ο μικρός πρόσφυγας», ο οποίος όμως σήμερα πια κατακτά παγκόσμιες αγορές με τα προϊόντα του.