«Πού θα πάμε το Σάββατο», ήταν η πρώτη ερώτηση που έπεσε στην παρέα… «Γιατί τι είναι το Σάββατο;», η ερώτηση που ακολούθησε εκφράζοντας την απορία των περισσότερων παρόντων.

«25η Μαρτίου, μην ξεχνιέστε! Φέτος θα τη γιορτάσουμε… συμπυκνωμένη καθότι πέφτει Σάββατο», προσπάθησε να στηρίξει την πρότασή του ο Δημήτρης. «Θα τη γιορτάσουμε όμως!».

Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης

«Λίγο μπακαλιάρο σκορδαλιά, μία σαλάτα, μπυρίτσα!», πετάχτηκε από τη γωνία του ο Κώστας που παρακολουθούσε σιωπηλός τη συζήτηση.

«Πάμε στου κυρ Γιάννη, να είμαστε κοντά στη θάλασσα», συμπλήρωσε η Ειρήνη. «Θα έχει 23 με 24 βαθμούς το Σαββατοκύριακο!».

Αφήνοντας την πολύβουη Αθήνα, σε αυτοκινητοπομπή, τα πέντε αυτοκίνητα ξεκίνησαν από το πρωί στην Εθνική με προορισμό τον Κόρφο, λίγο μετά την Κόρινθο.

Το τραπέζι στο μαγαζί ήταν εκεί. Γνώριμο στέκι, οικείο περιβάλλον και ο πάντα χαμογελαστός και αειθαλής κυρ Γιάννης πίσω από το τη βιτρίνα με τα ψάρια.

«Πόσο καιρό είχα να σας δω;», ρώτησε με ρητορικό ενδιαφέρον και αγκάλιασε δυο τρεις από εμάς.

«Χειμώνας κυρ Γιάννη, χειμώνας…», προσπάθησε να αιτιολογήσει τη μακρόχρονη απουσία από το παραθαλάσσιο στέκι ο Δημήτρης.

Αφού βολεύτηκε ο καθένας στη δική του λευκή ψάθινη καρέκλα, περιμέναμε το επόμενο βήμα. Παραγγελία. Και μπύρα! Να σβήσουμε λίγη από τη δίψα της προσμονής που έφερε η διαδρομή για το στέκι στη θάλασσα.

Με σχεδόν αυτοματοποιημένες κινήσεις ο κυρ Γιάννης ακούμπησε μερικά λεπτά αργότερα τέσσερα μπουκάλια FIX στην τάβλα του τραπεζιού, άριστος γνώστης των προτιμήσεων της παρέας.

Δώσαμε την παραγγελία μας και ένας δύο έπιασαν να ξεκοκαλίζουν μια φέτα ψωμί για να ξεγελάσουν το διαμαρτυρόμενο στομάχι τους. «Αφήστε κάτω τα ψωμιά και πιάστε να σας γεμίσω τα ποτήρια», διέκοψε την ιεροτελεστία της ψωμοφαγίας ο Κώστας.

Ποτήρια άρχισαν να τσουγκρίζουν στον αέρα μόλις λίγα εκατοστά πάνω από την ξύλινη παραλληλόγραμμη επιφάνεια του τραπεζιού. Ακολούθησαν οι πρώτες γουλιές συνοδευόμενες από ένα ελαφρύ σφύριγμα στην άκρη του ποτηριού, σημάδι ότι ο αφρός είχε φτάσει κοντά στην επιφάνεια.

Ξαφνικά ένας κρότος και ένα ποτήρι μπίρα χτυπάει στο τσιμεντένιο δάπεδο του μαγαζιού και γίνεται κομμάτια. Η αντίδραση του Κώστα στιγμιαία ήταν να κοιτάξει στο διπλανό τραπέζι για να εισπράξει ένα ενοχλημένο βλέμμα. Το ποτήρι είχε σκορπίσει αρκετά χτυπώντας στο πόδι μιας κοπέλας από τη διπλανή παρέα. Αμέσως τραβήχτηκε προς τα πίσω αμήχανα. Από δίπλα η Ειρήνη που παρακολουθούσε όλη τη σκηνή τον σκουντάει απαλά.

FIX2

«Κέρνα τώρα!», του συμβουλεύει.

«Ναι», γνέφει ο Κώστας αμήχανα. «Κυρ Γιάννη, μπύρες για όλη την παρέα δίπλα! Τις γνωστές!».

«Αμέεεεσως!», η απάντηση του εστιάτορα από την άλλη άκρη του μαγαζιού.

«Με συγχωρείτε…», προσπάθησε να απολογηθεί ο Κώστας στην κοπέλα.

Εκείνη περισσότερο ξαφνιασμένη, κοίταζε το πόδι της χωρίς να απαντήσει. Λίγο αίμα έτρεχε από το πόδι της κοντά στον αστράγαλο.

Στο λεπτό ένας δίσκος με FIX έφτασε στο διπλανό τραπέζι.

«Κώστας…», έσπευσε να συστηθεί εκείνος, προτείνοντας μία πολύχρωμη χαρτοπετσέτα.

Εκείνη την ακούμπησε απαλά στο πόδι της. «Ευχαριστώ», απάντησε. «Μαριλένα…», συστήθηκε με τη σειρά της.

«Στην υγειά σας», φώναξε προς το μέρος τους ένα από τα αγόρια της παρέας της αφήνοντας δύο ποτήρια στη μεριά του τραπεζιού ακριβώς μπροστά τους.

Ο χαρακτηριστικός ήχος από τα ποτήρια που ενώθηκαν στιγμιαία κυριάρχησε για δευτερόλεπτα. Ο Δημήτρης, η Ειρήνη, ένα δυο άτομα από την παρέα του Κώστα, πλησίασαν προς την άλλη παρέα με τα ποτήρια τους. «Στην υγειά σας», είπαν σχεδόν ταυτόχρονα.

«Το έκανες πάλι το κατόρθωμά σου βλογημένε! Μια ζωή απρόσεκτος!», σχολίασε ο κυρ Γιάννης που είχε μείνει με το δίσκο στο χέρι, παρακολουθώντας πίσω τα δύο τραπέζια.

«Άσε τα σχόλια κυρ Γιάννη και φέρε το μπακαλιάρο. Βάλε και λίγη μουσική να μην πάει ξεροσφύρι η μπύρα. Για όλα τ’ άλλα απρόοπτα ή μη πάντα υπάρχει μια FIX να τα διορθώνει», απάντησε κλείνοντας του με νόημα το μάτι ο Κώστας.

FIX