Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τότε που η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας τέθηκε σε ισχύ, ανθρωπιστικές και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ανέπτυξαν σήμερα τις επιπτώσεις που έχει η συμφωνία, σε νομικό και ανθρωπιστικό επίπεδο.

Οι οργανώσεις επέλεξαν να δώσουν τη συνέντευξη Τύπου σήμερα, ημερομηνία που, σύμφωνα με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επανενεργοποιείται ο Κανονισμός του Δουβλίνου, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι επιστροφές αιτούντων άσυλο, από την υπόλοιπη Ευρώπη στην πρώτη χώρα εισόδου στην ΕΕ.

«Η παρουσία μας εδώ έχει ένα ρεαλιστικό νόημα στη μη ρεαλιστική και απάνθρωπη αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στη συμφωνία. Εναλλακτική υπάρχει, βούληση δεν υπάρχει για ασφαλή, πειθαρχημένη, συντεταγμένη είσοδο των ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», παρατήρησε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δημήτρης Χριστόπουλος, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Έχω εκπλαγεί με τον ανείπωτο κυνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάνω στο προσφυγικό, ο οποίος έχει βαφτιστεί ρεαλισμός» συνέχισε ο ίδιος και συμπλήρωσε ότι η άμεση πολιτική συνέπεια της συμφωνίας «είναι η ηθική και πολιτική νομιμοποίηση της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη, ενώ την ίδια στιγμή η Τουρκία εξαγοράζει τη σιωπή της Ευρώπης για την ολοκληρωτική στροφή του πολιτεύματός της».

Την ίδια ώρα, «επειδή η συμφωνία είναι τόσο επιτυχημένη, υπογράφονται αντίστοιχες συμφωνίες με άλλες χώρες, όπως η συμφωνία με το “ασφαλές” Αφγανιστάν», είπε σκωπτικά ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δημήτρης Σαραφιανός.

Ο πρόεδρος των «Γιατρών του Κόσμου», Νικήτας Κανάκης, έκανε λόγο για ένα νέο φαινόμενο, που εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στην Ελλάδα: οι εννιά στις δέκα γυναίκες που φτάνουν στη Μόρια είναι κακοποιημένες σεξουαλικά, «είναι στην πραγματικότητα σκλάβες». «Θα ξαναζήσουμε το trafficking», τόνισε ο κ. Κανάκης και πρόσθεσε: «Όμως, κλείνουμε τα μάτια στους ανθρώπους αυτούς; Πρέπει να τους ξαναδώσουμε ελπίδα».

Ο ίδιος εκτίμησε ότι η Ευρώπη γνώριζε τις σοβαρές ελλείψεις των υποδομών και την αδυναμία του ελληνικού συστήματος να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, «το γνώριζε πολύ πριν τη συμφωνία και ήθελε να στείλει ένα μήνυμα ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ευρώπη».

Η Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Αλληλεγγύη- SolidarityNow» κατέθεσε την περασμένη Δευτέρα καταγγελία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την οποία ζητά τη διερεύνηση της διάθεσης των κοινοτικών κονδυλίων στην Ελλάδα, όπως είπε ο γενικός διευθυντής της οργάνωσης, Επαμεινώνδας Φαρμάκης. «Το περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ευρώ που έχει διατεθεί στη χώρα, δεν έχει δημιουργήσει συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων σε μετακίνηση, ούτε με την ελάχιστη αξιοπρέπεια», επισήμανε και πρόσθεσε: «Είμαστε μάρτυρες καθημερινά μιας συνεχούς κατασπατάλησης πόρων. Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής επιμένει στην ύπαρξη καταυλισμών. Ποιος κερδίζει; Κερδίζουν οι εργολάβοι και οι μεγάλες εταιρείες που διαχειρίζονται αυτά τα χρήματα». Η οργάνωση ζητά από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΕΔΕΛ), να κάνει τους σχετικούς ελέγχους και να στείλει το πόρισμα στη Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς του υπουργείου Δικαιοσύνης, κατέληξε ο κ. Φαρμάκης.

«Η συμφωνία δεν είναι ένα success story. Από την έναρξη της συμφωνίας και μετά, 140 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους κατά μήκος της βαλκανικής οδού και 69 είναι οι θάνατοι μόνο στην Ελλάδα τον τελευταίο χρόνο», είπε η γενική διευθύντρια των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα», Μαριέττα Προβοπούλου και πρόσθεσε: «Οι άνθρωποι έχουν δικαιώματα και δεν μπορούν να στοιβάζονται και να γίνονται αντικείμενο ανταλλαγής πολιτικών και οικονομικών μέσων. Οι άνθρωποι δεν είναι εμπορεύματα».

Η κ. Προβοπούλου σημείωσε εξάλλου, ότι το 70% των ασθενών που πηγαίνουν στα ιατρεία της οργάνωσης είναι ευάλωτοι άνθρωποι, την ίδια ώρα που υπάρχει έλλειψη διαθεσιμότητας καταλυμάτων γι’ αυτούς, αλλά και μη αναγνώριση των ευάλωτων ατόμων εξαιτίας της έλλειψης καταρτισμένου προσωπικού.

«Στο εξαιρετικά μικρό διάστημα όπου ο χειριστής της κάθε υπόθεσης αποφασίζει αν το άτομο είναι ευάλωτο, φανταστείτε ότι ένα θύμα βασανιστηρίων ξαναβιώνει την κράτησή του και πρέπει να μιλήσει για την ευαλωτότητά του. Υπήρξα μάρτυρας τέτοιων περιπτώσεων στη Μόρια και έμεινα έκπληκτος από την αδυναμία αυτού του κέντρου υποδοχής να υποστηρίξει ένα θύμα και να θεωρεί ότι ένα τέτοιο θύμα μπορεί να επιστρέψει στην Τουρκία», είπε από την πλευρά του ο επιστημονικός υπεύθυνος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Σπύρος Κουλοχέρης.

Ο ίδιος διευκρίνισε ότι «η Συμφωνία δεν επιβάλλει την κράτηση στην Ελλάδα και τον περιορισμό των προσφύγων στα νησιά».

Ο διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, Σπυρίδων- Ηρακλής Ακτύπης έδωσε βαρύτητα στο σημείο της Συμφωνίας που αναφέρει την επιστροφή ατόμων στην Τουρκία, γιατί αποτελεί ασφαλή τρίτη χώρα. «Οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες στην Τουρκία ζουν σε πολύ κακές συνθήκες», τόνισε, ενώ σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε, κατά τη χρονική περίοδο 2012-2016, στην Τουρκία δόθηκαν μόλις 7.500 άδειες εργασίας σε Σύρους πρόσφυγες, σε σύνολο 2.740.000 προσφύγων που έφτασαν στη χώρα.

Εξάλλου, σε παρέμβασή του, ο Παναγιώτης Περάκης, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, διευκρίνισε ότι «η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας είναι στον αέρα αυτή τη στιγμή, μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου επί των τριών υποθέσεων που αφορούσαν τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν υφίσταται στην Τουρκία κράτος δικαίου και η κρίση αυτή πρέπει να γίνεται σεβαστή από όλους στο εξής και ειδικότερα από τις δευτεροβάθμιες επιτροπές Προσφυγών. Άρα δεν πρέπει να θεωρείται νομικά ασφαλής τρίτη χώρα η Τουρκία».

Τέλος, η Μαριανέλλα Κλώκα, από την PRAKSIS, επισήμανε ότι από τις 31 Μαρτίου και έπειτα, η οργάνωση ανησυχεί «για το αν θα υπάρχει στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης το απαραίτητο προσωπικό για ιατρική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη των ανθρώπων. Οι όροι με τους οποίους γίνονται οι συμβάσεις με την Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης δεν βοηθούν στο να παρέχονται σωστά οι υπηρεσίες». Η ίδια κατήγγειλε «διαρκή έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των υπουργείων Μεταναστευτικής Πολιτικής και Υγείας, στην οποία δεν βοηθά ούτε ο βραχυπρόθεσμος σχεδιασμός της Κομισιόν».