Την έκπληξη και τον έντονο προβληματισμό του για την ανάθεση σε ιδιώτες (ελεγκτικές εταιρίες, δικηγόρους, δικηγορικά γραφεία, κοινοπραξίες) της είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, εκφράζει, με σημερινή ανακοίνωσή του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Όπως εξηγεί ο ΔΣΑ, η επίμαχη απόφαση αναφέρει ότι οι εισπρακτικές εταιρείες, δικηγόροι, κ.λπ. «αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ερευνούν διεξοδικά τα δεδομένα συγκεκριμένων υποθέσεων οφειλετών του Δημοσίου με χρέη βασικής οφειλής, κατά προτίμηση άνω των 150.000 ευρώ, με σκοπό τον εντοπισμό επιπλέον περιουσιακών στοιχείων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, των υποχρέων ή συνυποχρέων αυτών, να υποδείξουν πρακτικές και να παράσχουν εξειδικευμένες κατά περίπτωση νομικές συμβουλές, με σκοπό την αξιοποίηση των παρεχομένων πληροφοριών».

Ωστόσο, υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση, «εύλογα αναρωτάται κανείς με ποια νομική λογική ζητείται από ελεγκτικές εταιρείες και δικηγόρους να εντοπίζουν περιουσιακά στοιχεία οφειλετών του Δημοσίου – και μάλιστα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό – τη στιγμή που, ως φαίνεται, σε αυτόν τον τομέα έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές ακόμα και οι καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες μάλιστα έχουν στη διάθεσή τους τα προσωπικά, φορολογικά και, εν γένει, οικονομικά δεδομένα τόσο των πολιτών όσο και των επιχειρήσεων».

«Πάντοτε φυσικά υφίσταται ορατός και ο κίνδυνος της εμφάνισης και ανεξέλεγκτης δραστηριοποίησης “εισπρακτικών εταιριών” εκτός των πλαισίων που θέτει ο νομοθέτης, ενδεχομένου που πρέπει να αποφευχθεί από τον τελευταίο με κάθε μέσο και ασφαλιστική δικλείδα», επισημαίνει ο Σύλλογος.

Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζει ο ΔΣΑ, «η ανάθεση σε ιδιώτες της είσπραξης οφειλών προς το Δημόσιο αναμένεται να αποδειχθεί όχι μόνο αλυσιτελής αλλά και να εγείρει πληθώρα νομικών ζητημάτων καθώς η εν λόγω αρμοδιότητα, η οποία περιλαμβάνει – μεταξύ άλλων – πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ανήκει στο σκληρό πυρήνα άσκησης δημόσιας εξουσίας και εξ αυτού του λόγου θα έπρεπε να ασκείται αποκλειστικά και μόνο από δημόσιες αρχές, κατ’ άρθρο 1 παράγραφος 3 και 26 παράγραφος 2 του Συντάγματος».

«Η αναγκαιότητα της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων του κράτους είναι κατανοητή και αναμφισβήτητη. Ωστόσο, αδιαπραγμάτευτη παραμένει η υποχρέωση της Πολιτείας να διασφαλίζει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών παραμένοντας προσηλωμένη στις επιταγές του συντακτικού νομοθέτη, υποχρέωση, ωστόσο, από την οποία αφίσταται η ως άνω ρύθμιση, που επιπλέον μόνο αποτελεσματική δεν αναμένεται να είναι για τους λόγους που προαναφέρθηκαν», καταλήγει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Ενστάσεις και για τη διεύρυνση του αυτοφώρου για φορολογικές παραβάσεις

Προβληματισμό και ενστάσεις εκφράζει ο ΔΣΑ και για «την αντίθετη προς θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου» -όπως χαρακτηριστικά αναφέρει- διεύρυνση της έννοιας του αυτοφώρου (όπως αυτή διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του Ν. 3943/2011) για τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο.

Αφου κάνει λόγο για γενικούς και αόριστους χαρακτηρισμούς στη σχετική εγκύκλιο (υπ’ αριθμ. 6/2011) εγκύκλιο του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου οι οποίοι όπως υποστηρίζει, προσβάλλουν κατάφωρα την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ο ΔΣΑ εκτιμά πως η επίμαχη εγκύκλιος «εντάσσεται σε μία προσπάθεια στήριξης και ενίσχυσης με κάθε τρόπο ενός παραπαίοντος φοροεισπρακτικού μηχανισμού, αντί να συμβάλλει στην ορθολογική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των σχετικών εγκλημάτων, που είναι το ζητούμενο».

«Σε κάθε περίπτωση», τονίζεται, «είναι αδιανόητο και ανεπίτρεπτο για μια δημοκρατικά δομημένη πολιτεία η χρονίζουσα αδυναμία ενός κρατικού μηχανισμού να επιτύχει τους επιδιωκόμενους δημοσιονομικούς στόχους του να επιδιώκεται να θεραπευτεί κατά τρόπο αποσπασματικό διά ρυθμίσεων που προσλαμβάνουν τη μορφή νομοθετικών ακροβασιών και συνοδεύονται από ελλειμματική δικαστική προστασία, χωρίς σεβασμό στα θεμελιώδη και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη, φορολογουμένου και κατηγορουμένου».