Αν και «στους δύο, τρίτος δεν χωρεί», όπως λέει ο λαός, εντούτοις όταν αυτό συμβαίνει, υπάρχει μια άλλη έκφραση που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε όταν υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο παρέα με ένα ζευγάρι: «αυτός κρατάει το φανάρι». Η φράση χρησιμοποιείται ακόμη όταν κάποιος με τη θέλησή του βοηθά έναν άλλο σε ερωτοδουλειά.

Ο Τάκης Νατσούλης δίνει 3 εκδοχές για την προέλευση της φράσης:

Σύμφωνα με την πρώτη όταν μια προξενήτρα στις Κυκλάδες  πήγαινε για προξενιό, φορούσε κάλτσες διαφορετικές στο χρώμα και κρατούσε ένα αναμμένο λυχνάρι.

Η δεύτερη μάς μεταφέρει στα Δωδεκάνησα όπου μετά το «προξενιό», αφού κανονίζονταν όλες οι λεπτομέρειες του γάμου, γινόταν το μπάσιμο. Το βράδυ οι συγγενείς και φίλοι του γαμπρού ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης, κρατώντας φανάρια καθώς και έναν μαστραπά με μέλι. Και ακολουθούσαν 6-12 κόρες που κρατούσαν σουπιέρες με γλυκά. Μόλις έμπαινε η πεθερά, έδινε στη νύφη το μαστραπά με το μέλι κι αυτή της φιλούσε το χέρι. Τη φιλούσε και η πεθερά και μετά κρεμούσε στο λαιμό της ένα χρυσό γαϊτάνι με φλουριά. Όταν έμπαινε ο γαμπρός, μια καλοπαντρεμένη έκανε σταυρό στο ανώφλι και στο κατώφλι της πόρτας και του έβαζε ένα κουταλάκι μέλι στο στόμα. Μπαίνοντας ο γαμπρός έσπαζε με το πόδι του ένα ρόδι.

Η τρίτη εκδοχή αναφέρεται στα παλιά χρόνια, που οι δούλοι συνόδευαν πάντα τη νύχτα τα αφεντικά τους, πηγαίνοντας μπροστά κρατώντας το φανάρι.

Ωστόσο, ο Νίκος Σαραντάκος στο «Αλφαβητάρι Ιδιωματικών Εκφράσεων», αντιπροτείνει πως πιθανότατα η φράση αποτελεί δάνειο από την γαλλική γλώσσα και συγκεκριμένα από τη φράση «tenir la chandelle» (κρατάω το κερί), η οποία έχει την καταγωγή της στην πρώτη νύχτα του γάμο των αρχόντων οπότε ένας νεαρός είχε το καθήκον να φωτίζει το δωμάτιο των νεόνυμφων, κρατώντας μια λαμπάδα με την πλάτη λυγισμένη προς το κρεβάτι.