Ο δημοσιογράφος Jon Henley της βρετανικής εφημερίδας Guardian γράφει για τους Έλληνες εκείνους για τους οποίους όλα όσα λέγονται και γίνονται τις τελευταίες ημέρες δεν σημαίνουν τίποτα, ακριβώς επειδή δεν έχουν τίποτα.

Παράδειγμα τα αδέλφια Γιώργος και Βαρβάρα Καρβουνιάρη στο Γέρακα, που ζουν σε τροχόσπιτο.

Για τον 61χρονο Γιώργο και την 64χρονη Βαρβάρα, όλες οι μάχες των Βρυξελλών για τον ΦΠΑ, το φόρο στις επιχειρήσεις και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού δεν σημαίνουν τίποτα- καθώς δεν έχουν κι εκείνοι τίποτα. Κανένα εισόδημα κανενός είδους.

Ούτε το δημοψήφισμα της επόμενης Κυριακής φαίνεται πως θα τους επηρεάσει πολύ. «Δεν βλέπω πώς θα αλλάξει τις ζωές μας. Δεν ελπίζω τίποτα, ούτως ή άλλως», δηλώνει ο Γιώργος.

Ύστερα από επτά χρόνια μιας κρίσης που άφησε στην ανεργία το 26% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας, 30% των πολιτών κάτω από τα όρια της φτώχιας, 17% σε αδυναμία να καλύψει τις ανάγκες του για τρόφιμα και 3,1 εκατομμύρια πολίτες χωρίς ασφάλισης, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς ό,τιδήποτε αποφασιστεί στις Βρυξέλλες και την Αθήνα την επόμενη εβδομάδα θα προσφέρει κάτι για να αλλάξει τη ζωή μεγάλου αριθμού Ελλήνων.

«Αυτοί που βρίσκονταν στο περιθώριο έχουν οδηγηθεί στην πολύ πολύ άκρη, ενώ εκείνοι που ήταν στο μέσο έχουν οδηγηθεί στο περιθώριο», εξηγεί στη βρετανική εφημερίδα η Ιωάννα Περτσινίδου της οργάνωσης Praksis, «δεν υπάρχει δίχτυ ασφαλείας».

Τα αδέλφια Καρβουνιάρη το ξέρουν καλά. Έως τον Μάρτιο του 2013 ζούσαν μαζί με τον νεότερο αδελφό τους Βαγγέλη, που έφυγε από τη ζωή πέρσι στα 52 του, σε ένα  διαμέρισμα στον Γέρακα, το οποίο μοιράζονταν από το 1980. Οι άνδρες δούλευαν ενώ η Βαρβάρα είχε αναλάβει το σπίτι, το μαγείρεμα και τη φροντίδα των αδελφών της.

Ο Βαγγέλης έχασε τη δουλειά του στην αρχή της κρίσης και στη συνέχεια το 2011 έχασε τη δουλειά του και ο Γιώργος. Πήρε 465 ευρώ επίδομα ανεργίας για οκτώ μήνες, μετά πήρε 200 ευρώ για ένα χρόνο και μετά τίποτα.

Το ενοίκιό τους ήταν 250 ευρώ. «Ξοδέψαμε ό,τι είχαμε, όλες τις αποταμιεύσεις μας. Πουλήσαμε τα κοσμήματα της Βαρβάρας όσο όσο, προσπαθήσαμε να πουλήσουμε ακόμα κι αυτό το χωράφι αλλά δεν το αγόραζε κανείς. Για πρώτη φορά στα 30 χρόνια δεν πληρώσαμε το νοίκι μας. Στο τέλος δεν είχαμε ούτε για φαγητό».

Το γεγονός πως τα δύο αδέλφια ζουν σε τροχόσπιτο οφείλεται σε έναν γείτονά τους που τους είδε να στέκονται βουρκωμένοι έξω από την πολυκατοικία όπου ζούσαν, με την απειλή έξωσης και με όλα τα πράγματά τους πακεταρισμένα- αλλά μην έχοντας πουθενά να πάνε. Δεν είχαν φάει για τρεις ημέρες.

Μια φίλη της γειτόνισσας αυτής και οι φίλες της κινητοποιήθηκαν και κατάφεραν να αγοραστεί το τροχόσπιτο, το οποίο τοποθετήθηκε στο χωράφι που προοριζόταν για προίκα της Βαρβάρας.

Για 13 μήνες δεν είχαν νερό αλλά η δημοτική αρχή πείστηκε να βοηθήσει. Η ομάδα των «βοηθών» συγκέντρωσε 1000 ευρώ για να συνδεθεί η παροχή ύδρευσης με το τροχόσπιτο και να φτιαχτεί βόθρος ώστε να λειτουργήσει η τουαλέτα. Επόμενος στόχος είναι να τοποθετηθεί ένα ηλιακό πάνελ για να υπάρξει και παροχή ηλεκτρισμού.

Μια φορά το μήνα οι γυναίκες- βοηθοί διοργανώνουν μια λοταρία και με τα έσοδα αγοράζουν φρούτα και λαχανικά για τα δύο αδέλφια. Κρέας παρέχεται μια φορά την εβδομάδα ενώ είδη όπως μακαρόνια, ρύζι κλπ δίνονται από τράπεζα τροφίμων.

Κι έτσι τα αδέλφια Καρβουνιάρη τα καταφέρνουν. Ο Γιώργος ανακυκλώνει υλικά που βρίσκει στο δρόμο, κάνει μεγάλες βόλτες και ονειρεύεται φρέσκο γάλα- η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος σημαίνει και έλλειψη ψυγείου. Η Βαρβάρα μαγειρεύει και φροντίζει τον κήπο/

Τα δύο αδέλφια δεν έχουν καθόλου λεφτά και καμία ελπίδα για εισόδημα μέχρι ο Γιώργος να πάρει τη σύνταξή του, σε 6 χρόνια- χωρίς βέβαια να ξέρει αν και πόσα θα πάρει. Περιμένουν ακόμα το κουπόνι τροφίμων στο πλαίσιο του προγράμματος κατά της ανθρωπιστικής κρίσης. «Σπίτι και ηλεκτρικό δεν έχουμε κι έτσι δεν είχαμε να ζητήσουμε κάτι άλλο», εξηγεί ο Γιώργος.

Η Βαρβάρα δηλώνει αηδιασμένη με τον τρόπο που τους έχουν συμπεριφερθεί. Αλλά γρήγορα ξαναβρίσκει το χαμόγελό της. «Ήμαστε τυχεροί, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν πουθενά να κοιμηθούν», λέει.

«Δούλεψα όλη τη ζωή μου, πλήρωνα φόρους όλη τη ζωή μου. Είμαι 61 και αν δεν υπήρχαν οι γενναιόδωροι άνθρωποι που δεν γνωρίσαμε παρά τρία χρόνια πριν θα κοιμόμασταν σε παγκάκι. Κάνει κανείς ό,τι μπορεί. Αλλά δεν είναι δίκαιο», καταλήγει ο Γιώργος.