Οι ευκαιρίες και οι απειλές που παρουσιάζονται για την Ελλάδα ενόψει του Brexit αναλύθηκαν κατά τη διάρκεια της ημερίδας που διοργάνωσε το Ελληνοβρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.

Η απόφαση της Βρετανίας αναμένεται να επηρεάσει χιλιάδες φοιτητές, επιχειρηματίες και εργαζόμενους. Το κατά πόσο ήπια θα μπορεί να είναι η απαιτούμενη μετάβαση για αυτούς, εξαρτάται από τα επόμενα δύο χρόνια που προηγούνται του Brexit.

Πολιτικοί, ακαδημαϊκοί και φορείς της αγοράς άνοιξαν ουσιαστικά το δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα σχετικά με το ζήτημα, λίγες ημέρες μετά την επίσημη ενεργοποίηση του Άρθρου 50 από τη Βρετανίδα πρωθυπουργό με επιστολή στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ.

Στο κόστος του Brexit για Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρθηκε ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου. «Αναλόγως της εξέλιξης των διαπραγματεύσεων και της συμφωνίας που θα προκύψει μεταξύ Βρετανίας – ΕΕ για να αρχίσει να ξεπληρώνει η πρώτη, σταδιακά, τις υποχρεώσεις της προς τη δεύτερη (ύψους 57 δισ. ευρώ) εκτιμάται ότι αυτό το κόστος μπορεί να κυμανθεί από 0,3% έως 1% του ΑΕΠ συνολικά για μία διετία. Πρόκειται για μία μάλλον ήπια επίπτωση αν επικρατήσει το καλό σενάριο», τόνισε ο υπουργός.

«Αλλά δεν είναι μόνο το άμεσο κόστος που θα προκύψει από την κάμψη των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και των βρετανικών επενδύσεων ενδεχομένως λόγω της υποτίμησης της βρετανικής στερλίνας. Υπάρχει και το έμμεσο κόστος που μπορεί να προκαλέσει η πιθανή αναστάτωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών με συνέπεια την αύξηση του κινδύνου και των επιτοκίων δανεισμού εξαιτίας της κάμψης τιμών των ελληνικών κρατικών ομολόγων», υπογράμμισε ο υπουργός και προσέθεσε ότι «σε μία τέτοια περίπτωση, η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη θα επιβαρύνει περαιτέρω την εγχώρια ρευστότητα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών».

Τέλος, ο υπουργός ανέφερε ότι στο έμμεσο κόστος περιλαμβάνεται και η αναπότρεπτη αλλαγή στον προϋπολογισμό της ΕΕ στον οποίο η βρετανική συνεισφορά ανέρχεται σε 16,56 δισ. ευρώ, δηλαδή 11,13% του συνόλου (έναντι 1,84 δισ. ευρώ της Ελλάδας ή 1,4% του συνόλου του προϋπολογισμού).

«Είναι προς το συμφέρον όλων να διαφυλαχθεί η στενή συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών», τόνισε ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, Κωστής Χατζηδάκης και προσέθεσε ότι «στόχος πλέον, είναι να εξασφαλιστεί μια συμφωνία που διασφαλίζει την καλύτερη δυνατή προοπτική για τους πολίτες της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νέα αυτή πραγματικότητα. Θεωρώ ότι ο καθένας που βρίσκεται εδώ σήμερα αντιλαμβάνεται πως ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας δεν θα είναι εύκολος. Οι δυο πλευρές καλούνται να βρουν σημεία ισορροπίας σε ζητήματα εξαιρετικά σύνθετα, των οποίων οι επιπτώσεις είναι πολυδιάστατες».

Στο μέλλον των σχέσεων Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου, υπό το πρίσμα του Brexit, αναφέρθηκε η πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ελλάδα, Κέιτ Σμιθ.

«Το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώκει μια βαθειά και ιδιαίτερη εταιρική σχέση που θα καλύπτει και την ασφάλεια και την οικονομική συνεργασία προς το συμφέρον της Βρετανίας αλλά και όλων των ευρωπαίων εταίρων της. Η Βρετανία αποτελεί την έβδομη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, ενώ ο κορυφαίος παγκοσμίως κλάδος της Ελληνικής ναυτιλίας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αποδέκτες των χρηματοπιστωτικών και άλλων εξειδικευμένων υπηρεσίες του Σίτυ του Λονδίνου – συνεπώς, έχει νόημα για την Ελλάδα και τη Βρετανία να υπάρξει μια τολμηρή και φιλόδοξη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου».

Απευθυνόμενη στις αγωνίες Ελλήνων εργαζομένων και επενδυτών στη Βρετανία, η κ. πρέσβης, τόνισε: «Θέλουμε να υπάρξει βεβαιότητα σε ό,τι αφορά το καθεστώς των Ελλήνων που επενδύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και για το καθεστώς των Ελλήνων που εργάζονται στην Βρετανία ώστε να συνεχίσουμε να εμβαθύνουμε τις περαιτέρω τους οικονομικούς μας δεσμούς».

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητήριου, Χάρης Οικονομόπουλος, σημείωσε ότι «το αν θα είναι περισσότερες οι ευκαιρίες ή οι απειλές από το brexit, εξαρτάται από την πολιτική ωριμότητα, την ιστορική μνήμη και την ενδελέχεια που θα επιδείξουμε ως κυβέρνηση, ως παραγωγικοί φορείς, ως λαός, ως Ευρωπαίοι. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι απλά ένα μέλος της ΕΕ που αποφάσισε να αποχωρήσει από μία οικονομική ένωση. Είναι ιστορικός θεματοφύλακας της Ευρωπαϊκής ασφάλειας και ειρήνης».

Πρόσθεσε ακόμα πως «οι διαπραγματεύσεις για τους όρους της αποχώρησης θα διεξαχθούν μεν από πολιτικούς και γραφειοκράτες, αφορούν όμως εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες, φοιτητές, εργαζομένους και επιχειρήσεις. Το κατά πόσο θα αναδειχθούν οι ευκαιρίες και θα αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι δεν πρέπει να εξαρτηθεί μόνο από την πολιτική ωριμότητα και την ιστορική μνήμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της βρετανικής κυβέρνησης και των ευρωπαίων εταίρων. Μπορεί και πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ανάγκες, η καθημερινότητα, η ευημερία και το μέλλον όλων των λαών της Ευρώπης».