Ενέκρινε νωρίτερα σήμερα το γερμανικό ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο το τρίτο πακέτο στήριξης για την Ελλάδα και την εκταμίευση της πρώτης δόσης, ύψους 26 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το πρόγραμμα εγκρίθηκε με 453 ψήφους υπέρ, 113 κατά, 18 αποχές και 47 βουλευτές που δεν ψήφισαν.

Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα που έδωσε στη δημοσιότητα η Bundestag, από την Κοινοβουλευτική Ομάδα Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) η οποία αριθμεί 311 μέλη, 228 βουλευτές ψήφισαν «ναι», 63 «όχι», τρεις «αποχή», ενώ 17 δεν ψήφισαν. Από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) το οποίο διαθέτει 193 έδρες, 173 ψήφισαν «ναι», τέσσερις «όχι» (μεταξύ των οποίων και ο πρώην υπουργός Οικονομικών και υποψήφιος Καγκελάριος Πέερ Στάινμπρουκ), 0 «αποχή» και 16 δεν ψήφισαν. Από την Αριστερά (Die Linke), η οποία διαθέτει 64 έδρες, 45 βουλευτές ψήφισαν «όχι», επτά «αποχή» και 12 δεν ψήφισαν, ενώ κανένας δεν ψήφισε «ναι». Από την Κ.Ο. των Πρασίνων, με τα 63 μέλη, 52 βουλευτές ψήφισαν «ναι», ένας «όχι», οκτώ «αποχή» και δύο δεν ψήφισαν.

Η κατανομή των ψήφων δεν αποτέλεσε έκπληξη καθώς οι βουλευτές των κομμάτων είχαν λίγο έως πολύ προαναγγείλει τις προηγούμενες μέρες τη στάση που επρόκειτο να τηρήσουν στην σημερινή ψηφοφορία. Αίσθηση πάντως προκάλεσε το γεγονός ότι η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ επέλεξε σήμερα να μην μιλήσει, αφήνοντας τον – ούτως ή άλλως επίσημο εισηγητή της πρότασης στο Κοινοβούλιο – Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να υπερασπιστεί την κυβερνητική πρόταση. Σύμφωνα με αναλυτές, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η κ. Μέρκελ ήθελε να αποφύγει την προσωποποίηση του ζητήματος και την ερμηνεία του αποτελέσματος ως ενδεχόμενη αποδοκιμασία προς την ίδια. Για «μάθημα» προς την καγκελάριο κάνει ωστόσο λόγο η εφημερίδα Bild, αναφερόμενη στις «διαρροές» από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της, ενώ η Frankfurter Allgemeine Zeitung περιγράφει την διαφωνία ως «το αλάτι στην δημοκρατική σούπα».

Οι «διαρροές» πάντως κινήθηκαν τελικά στα επίπεδα της ψηφοφορίας του Ιουλίου, η οποία αφορούσε την έναρξη των διαπραγματεύσεων και δεν επιβεβαιώθηκαν οι φήμες των τελευταίων ημερών περί «εξέγερσης» των συντηρητικών βουλευτών. Το αποτέλεσμα θεωρείται μάλιστα «επιτυχία» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος, τόσο με δημόσιες τοποθετήσεις όσο και με κατ’ ιδίαν συζητήσεις, ανέλαβε να εγγυηθεί στους συναδέλφους του βουλευτές ότι το πρόγραμμα είναι προς όφελος όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι η εκταμίευση της δανειακής βοήθειας θα γίνεται μόνο μετά την εφαρμογή των δεσμεύσεων, αλλά και στην σημασία της λειτουργίας του ταμείου για τις αποκρατικοποιήσεις. Επιχείρησε δε να υπερβεί τον σκόπελο της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα – την οποία οι Γερμανοί έχουν κατ’ επανάληψη θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση – εκφράζοντας την πεποίθηση ότι θα επιτευχθεί τελικά η σχετική συμφωνία. Εντύπωση προκάλεσε και η – ασυνήθιστη – επιλογή του κ. Σόιμπλε να επικαλεστεί την ηθική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι των εταίρων της και το επιχείρημα ότι «από την στιγμή που η ελληνική Βουλή ψήφισε τα προαπαιτούμενα μέτρα, θα ήταν ανεύθυνο να μην της δοθεί η ευκαιρία».

Την ίδια στιγμή ωστόσο παγιώνεται στο εσωτερικό της Ένωσης ένα σημαντικό ποσοστό «ανταρτών», οι οποίοι είναι επισήμως αντίθετοι στην πολιτική που ασκεί η Άγκελα Μέρκελ στην Ευρώπη. Το αν αυτή η ομάδα θα ενισχυθεί το επόμενο διάστημα εξαρτάται κυρίως από την επιτυχία ή όχι του νέου προγράμματος, στην οποία η γερμανική κυβέρνηση έχει πλέον επενδύσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο έχει επενδύσει στην ελληνική διάσωση και η ίδια η κυρία Μέρκελ, η οποία φέρεται διατεθειμένη να διεκδικήσει το 2017 την τέταρτη θητεία της στην Καγκελαρία.

Σε κάθε περίπτωση, με τους διαμορφωμένους συσχετισμούς και το κλίμα στην κοινή γνώμη, είναι βέβαιο ότι το Βερολίνο έχει πολλούς λόγους να επιδιώξει τον αυστηρό έλεγχο της εφαρμογής του προγράμματος από την Αθήνα.