Τις διατάξεις του υπηρεσιακού- επαγγελματικού απορρήτου επικαλείται η Τράπεζα της Ελλάδος, σε έγγραφό της που διαβιβάστηκε στη Βουλή μετά από ερώτηση για τα δάνεια των τραπεζών προς επιχειρηματίες. Την ερώτηση είχε καταθέσει η ανεξάρτητη βουλευτής Χρυσούλα Μαρία Γιαταγάνα και ζητούσε να πληροφορηθεί πόσο έχουν προχωρήσει οι έλεγχοι αναφορικά με μεγάλα δάνεια που δόθηκαν σε επιχειρηματίες ή δημοσιογράφους με προνομιακούς όρους και αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την εμπλοκή υπουργών ή πολιτικών προσώπων γενικότερα.
Σε απάντηση της ερώτησης, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας διαβίβασε στη Βουλή έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, στο οποίο επισημαίνεται ότι «η ΤτΕ δεν δύναται να παρεμβαίνει στην πολιτική πιστοδοτήσεων των τραπεζών που εποπτεύει» και ότι «η χορήγηση από τα πιστωτικά ιδρύματα δανείων και πιστώσεων, καθώς και οι λαμβανόμενες εξασφαλίσεις διενεργούνται με τραπεζικά κριτήρια, στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και της πιστοδοτικής πολιτικής που υιοθετεί έκαστο, ως προς την ανάληψη και διαχείριση κινδύνων (πιστωτικού, αγοράς, ρευστότητας κλπ)».
Η ΤτΕ σημειώνει, εξάλλου, ότι έχουν καθοριστεί (ΠΔ/ΤΕ 2577/2006) διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου, αλλά και διοικητικά όργανα που ελέγχουν την επάρκεια και την τήρηση των διαδικασιών αυτών. «Ο ρόλος της ΤτΕ συνίσταται στη διασφάλιση ότι το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες και επαρκή κεφάλαια για να αναγνωρίζει, να εκτιμά και να διαχειρίζεται τους κινδύνους που απορρέουν από την πιστωτική του πολιτική, ώστε να διασφαλίζεται διαρκώς η κάλυψη των σχετικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ως ο νόμος 3601/2007 ορίζει».
Τέλος, ως προς τα στοιχεία που ζητεί η βουλευτής, η ΤτΕ ξεκαθαρίζει ότι «στοιχεία δανείων που περιέρχονται σε γνώση της ΤτΕ και των στελεχών της κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, καθώς και πορίσματα που εκπονούνται από την ΤτΕ στο πλαίσιο άσκησης της εποπτικής της αρμοδιότητας καλύπτονται από τις διατάξεις περί υπηρεσιακού-επαγγελματικού απορρήτου, όπως προβλέπονται στο άρθρο 60 του Ν. 3601/2007, το οποίο αποδίδει διάταξη της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ και συνεπώς δεν είναι δυνατή η γνωστοποίησή τους».