Όποιος ταξιδεύει αυτό το διάστημα στις ΗΠΑ επωφελείται από το ισχυρό ευρώ. Το νόμισμα έχει όμως, όπως πάντα, δυο όψεις: στις διεθνείς αγορές τα ευρωπαϊκά προϊόντα γίνονται όλο και πιο ακριβά. Κίνδυνος για τις εξαγωγές; Το ερώτημα που θέτει η Deutsche Welle καλούνται να απαντήσουν οι αναλυτές.

Σύμφωνα με τη κάθε φορά που η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ξεπερνά το 1,30, αρκετοί αναλυτές στη Γερμανία κρούουν αμέσως τον κώδωνα του κινδύνου για τις γερμανικές εξαγωγές. Το απλό τους επιχείρημα είναι ότι η αύξηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου καθιστά τα γερμανικά προϊόντα πιο ακριβά στις διεθνείς αγορές και συνεπώς λιγότερο ανταγωνιστικά. Όπως εκτιμά ο Γενς Νάγκελ από τον γερμανικό Σύνδεσμο Χονδρεμπορίου, Εξωτερικού Εμπορίου και Παροχής Υπηρεσιών BGA: «Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες παίζουν μείζονα ρόλο ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Υπάρχουν περιοχές στον πλανήτη, ειδικά στην Ασία, την Εγγύς Ανατολή, την νότια Αμερική, την Αφρική, όπου οι εμπορικές συναλλαγές γίνονται ως επί το πλείστον σε δολάρια ή σε νομίσματα που συνδέονται άμεσα με το αμερικανικό νόμισμα. Και εκεί παίζουν φυσικά πολύ μεγάλο ρόλο τόσο η ισοτιμία όσο και οι διακυμάνσεις της».

Το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών εξαγωγών, όμως, καταλήγει στην Ευρώπη. Το 53,9 % των γερμανικών μηχανημάτων, για παράδειγμα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, εξήχθη στην ευρωπαϊκή αγορά, όπου η ισοτιμία έναντι του δολαρίου δεν παίζει κανένα ρόλο. Ακόμη και εκείνοι, όμως, που εξάγουν στο χώρο του δολαρίου δεν θα πρέπει να φοβούνται το ισχυρό ευρώ, εφόσον βέβαια προσφέρουν ‘σωστά’ προϊόντα, όπως εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής Ένωσης Μηχανολογικών Εταιριών Ραλφ Βίχερς:

«Διαφορετικά είναι τα πράγματα σε τομείς όπου υπάρχει έντονος ανταγωνισμός σε διεθνές επίπεδο, όταν υπάρχει σύγκριση τιμών, για παράδειγμα στον τομέα των εξαρτημάτων. Όσο πιο ειδικό είναι όμως το προϊόν, τόσα περισσότερα είναι διατεθειμένος να πληρώσει και ο πελάτης, αλλά όχι σε βάθος χρόνου».

Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο, οι εξαγωγείς έχουν πάντα τη δυνατότητα να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο των συναλλαγματικών διακυμάνσεων μέσω του λεγόμενου hedging. Πιο απλά είναι τα πράγματα για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όπως τις αυτοκινητοβιομηχανίες, που κατασκευάζουν εργοστάσια παραγωγής σε χώρες όπου χρησιμοποιείται το δολάριο ως νόμισμα αναφοράς (natural hedging):

«Εντούτοις», σημειώνει ο Ραλφ Βίχερς, «καμία επιχείρηση δεν επιλέγει μια χώρα μόνον στη βάση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή του εργατικού κόστους. Οι αγορές πρέπει να είναι επαρκείς. Αυτό ισχύει αναμφίβολα για τις μεγάλες αγορές της Κίνας και των ΗΠΑ. Και φυσικά όλο αυτό θα πρέπει να είναι και διαχειρίσιμο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν συνήθως το ανθρώπινο δυναμικό που απαιτείται για να στήνουν μονάδες παραγωγής ανά τον κόσμο. Πέραν αυτού είναι και η πολυπλοκότητα αλλά και το κόστος που συνοδεύουν τέτοια εγχειρήματα».

Μέχρι στιγμής πάντως το ισχυρό ευρώ δεν φαίνεται να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στους γερμανούς εξαγωγείς. Υπάρχει όμως ένα όριο στην ισοτιμία, η υπέρβαση του οποίου θα μπορούσε να κριθεί “επικίνδυνη” για τις γερμανικές επιχειρήσεις; «Πρόκειται για εικονικά μεγέθη», εκτιμά ο Γενς Νάγκελ.