Η μουσική αγορά δεν έχει τον δικό της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως η ελληνική οικονομία, μνημόνιο ωστόσο της επεβλήθη από την ίδια την πραγματικότητα και μάλιστα αυστηρότερο. Η πειρατεία ήταν ένας μόνο από τους λόγους της μείωσης των πωλήσεων, πόσω μάλλον που οι δισκογραφικές αρνούνταν επί χρόνια να μειώσουν τις τιμές των cd. Oσο όμως κι αν χτύπαγε το καμπανάκι, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να δουν εταιρείες και καλλιτέχνες ότι έχασαν πολύτιμο χρόνο.

Οι πωλήσεις του 2011 ήταν οι χειρότερες της τελευταίας πενταετίας στην αποπροσανατολισμένη αγορά, η οποία ζει τις δικές της ανατροπές μαζί με εκείνες όλης της χώρας. Η δισκογραφική βιομηχανία ανακυκλώνει τα προϊόντα της μέσω των εφημερίδων στα περίπτερα και ζητά ποσοστά από τις εμφανίσεις των καλλιτεχνών, ενώ μια μικρότερη ομάδα διεκδικεί μερίδιο διαδικτυακά.

Οι παραδοσιακοί αγοραστές δίσκων φθίνουν μαζί με τα κλασικά δισκοπωλεία και τα cd μοιάζουν περισσότερο με διαφημιστικά προϊόντα των live των καλλιτεχνών oι οποίοι αναζητούν τρόπους προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Οι τραγουδιστές και μάλιστα τα πρώτα ονόματα κατέβηκαν από το βάθρο τους, στρέφονται σε συνεργασίες μεταξύ τους που για χρόνια απέφευγαν, αμύνονται στην κρίση με φτηνότερα εισιτήρια.

Υπάρχουν όμως και εκείνοι που ξεπουλάνε ακόμη και τα εισιτήρια των 60 ευρώ. Οι περισσότεροι τραγουδιστές, μετά τα αθηναϊκά διήμερα οργώνουν την Ελλάδα για επιπλέον έσοδα, ωστόσο οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι μουσικοί. «Ο ένας στηρίζει τον άλλον» λένε πολλοί που τρέχουν παντού με μικρότερα κασέ, αλλά και διπλά μεροκάματα το ίδιο βράδυ. Μια νέα εργασιακή αγορά σχηματίζεται και στον χώρο του τραγουδιού με καινούργιες πρακτικές και αβεβαιότητα.

Μετά την κατρακύλα του 2011 σε επίπεδο παραγωγών και πωλήσεων, το 2012 ξεκίνησε με δύο ενδιαφέρουσες κινήσεις, λέει στην Καθημερινή, ο Πέτρος Δραγουμάνος, συγγραφέας του «Οδηγού της Ελληνικής Δισκογραφίας» και γνωστός για τις έρευνές του στη μουσική βιομηχανία. «Παρακολουθούμε ότι επαναδραστηριοποιούνται δειλά δειλά οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες και από την άλλη ότι επιστρέφουν σε αυτές οι καλλιτέχνες. Μόνο τον Ιανουάριο είχαμε δεκατρείς παραγωγές! Τον Φεβρουάριο η ΕΜΙ έβγαλε πέντε δίσκους, άλλους τρεις η Sony, ενώ τρεις κυκλοφόρησε η Universal τον Μάρτιο. Δεν είναι μικρά νούμερα αν προσέξει κανείς τις εκδόσεις των προηγούμενων χρόνων. Βλέπουμε δηλαδή τις εταιρείες να επιστρέφουν σε αυτό που γνωρίζουν καλά, κι ας έχει λιγότερα έσοδα. Από την άλλη πλευρά, η υπολειτουργία της Legend οδηγεί αρκετούς καλλιτέχνες πάλι στις πολυεθνικές αφού αυτές έχουν το ισχυρό χαρτί, τη διανομή».

Στο μεταξύ πέφτουν και τα τελευταία οχυρά. Τα δισκάδικα πανελληνίως «δεν ξεπερνούν τα 25» και οι παραγωγές δίσκων τη χρονιά περιορίστηκαν στις 701, οι περισσότερες έτοιμες από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Αλλωστε, με 5.000 ευρώ μπορεί να φτιάξει ο καθένας το δικό του cd, το οποίο στη χονδρική αγορά θα πουληθεί στην τιμή των 5 ευρώ και στη λιανική στα 9,90. Οι υπερβολές των 20 – 24 ευρώ είναι παρελθόν, αποκαλύπτουν όμως και την κοροϊδία τόσων χρόνων.

Οσο για τα χρυσά και πλατινένια, οι δισκογραφικές δεν δίνουν με την ίδια ευκολία στην εταιρεία ορκωτών λογιστών με την οποία συνεργάζονται να ελέγξει πράγματι αν πλησιάζει ένας δίσκος τα 6.000 αντίτυπα για να οριστεί χρυσός ή τα 12.000 για να οριστεί πλατινένιος. Τελευταία πάντως, σημειώνει ο Π. Δραγουμάνος, οι εταιρείες άρχισαν να τα ανακηρύσσουν και πάλι. «Σαν να συνέρχονται από το μεγάλο σοκ και αποφάσισαν να δεχτούν την αγορά όπως είναι. Το ίδιο και αρκετοί τραγουδιστές οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι η εταιρεία έχει τους τρόπους και τους μηχανισμούς».

Ολα αυτά, με λιγότερες απαιτήσεις. Οι εφάπαξ αμοιβές τελείωσαν. «Αυτό δημιουργεί μια νέα ισορροπία, με μικρότερα κέρδη, λιγότερα έξοδα, αλλά πιο υγιές περιβάλλον».