Παρά τις βελτιώσεις, παραμένει σημαντικός προβληματισμός, για το κατά πόσο το νέο νομοθέτημα θα αναβαθμίσει ουσιαστικά το πλαίσιο λειτουργίας της εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων στη χώρα μας, επεσήμανε σήμερα ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Κωνσταντίνος Μίχαλος μιλώντας σε Ημερίδα που συνδιοργάνωσε η Ένωση με τον Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης.

«Πριν από ένα χρόνο, ξεκινήσαμε από αυτή την αίθουσα μια προσπάθεια – σε συνεργασία με την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος – να καλύψουμε το κενό διαλόγου που είχε δημιουργηθεί, ενόψει της τροποποίησης του Ν.2939/2001 για την εναλλακτική διαχείριση αποβλήτων.
Ήταν μια θετική πρωτοβουλία, απέναντι στην άρνηση τότε του υπουργείου να προβεί σε ουσιαστικό διάλογο με τους ενδιαφερόμενους φορείς.
Η ανάγκη αλλαγών στο προηγούμενο πλαίσιο ήταν αδιαμφισβήτητη. Και η ίδια η επιχειρηματική κοινότητα το είχε επισημάνει εδώ και πολύ καιρό. Ήδη από το 2015 η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων είχε εκπονήσει ειδική ex poste μελέτη αξιολόγησης του νόμου του 2001, εντοπίζοντας τις αδυναμίες και διατυπώνοντας τεκμηριωμένες προτάσεις βελτίωσης» τόνισε ο κ. Μίχαλος.

Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ επεσήμανε πως: «Θέση μας ήταν και παραμένει ότι το κύριο μέρος των αλλαγών και των ρυθμίσεων θα έπρεπε πρωτίστως να αφορά την αποτελεσματικότητα των δημοσίων δομών και υπηρεσιών και λιγότερο τα Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης.

Η λογική που χαρακτήρισε τις αρχικές μορφές του συγκεκριμένου νομοθετήματος, ήταν η αντίθετη. Μια ιδεολογικά προκατειλημμένη λογική, η οποία αντί να εστιάζει στη διόρθωση αστοχιών στις κρατικές δομές, αποδίδει τις ευθύνες των όποιων δυσλειτουργιών στην επιχειρηματικότητα.
Είναι ευτυχές το γεγονός ότι ο διάλογος τελικά, μετά από επίμονη διεκδίκηση, υπήρξε. Αρκετές από τις προτάσεις των εμπλεκόμενων φορέων υιοθετήθηκαν, με αποτέλεσμα να προκύψουν σημαντικές βελτιώσεις στο τελικό νομοθέτημα, σε σχέση με τις αρχικές του εκδοχές».

Ως θετικά σημεία ο κ. Μίχαλος εντόπισε τα εξής:

  • Ο περιορισμός των αναιτιολόγητων διατάξεων, οι οποίες καταργούν μηχανιστικά το ρόλο της ελεύθερης οικονομίας στην εναλλακτική διαχείριση, αντί να επιβάλλουν την ευνομία και τη διαφάνεια με ξεκάθαρους κανόνες.
  • Η θέσπιση, έστω και περιορισμένων ακόμη, διαδικασιών και κανόνων λειτουργίας των αρμόδιων δημοσίων δομών
  • Η προσπάθεια ενίσχυσης του θεσμικού ρόλου του ΕΟΑΝ, με προβλέψεις που αφορούν τη διοικητική οργάνωση και τη στελέχωσή του, την υιοθέτηση δεσμευτικών προθεσμιών αντίδρασης κτλ.
  • Στα θετικά καταγράφεται επίσης, η προσπάθεια ενεργότερης συμμετοχής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και βεβαίως, έγινε ένα θετικό βήμα ως προς τη διασφάλιση κανόνων υγιούς ανταγωνισμού, με την απαγόρευση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας στα ΣΕΔ που διαχειρίζονται απόβλητα με εμπορική αξία.

Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο: «Πολλά είναι, ωστόσο, τα σημεία στα οποία δεν καταγράφεται επαρκής πρόοδος.

Κι ένα από τα κυριότερα, είναι το γεγονός ότι διατηρείται ακόμη μια σειρά οριζόντιων διατάξεων, οι οποίες είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένες και ατεκμηρίωτες.

Στα αρνητικά καταγράφεται και το γεγονός ότι δεν διασφαλίζεται ακόμη επαρκώς η άσκηση αντικειμενικής διοίκησης προς την αγορά και τους εμπλεκόμενους.

Επίσης, παρά τις προτάσεις μας, δεν προβλέπεται δέσμευση της Διοίκησης του ΕΟΑΝ στην εφαρμογή ενός εγκεκριμένου επιχειρησιακού σχεδίου, ούτε στην υιοθέτηση προτύπων διοίκησης μέσω στόχων, ούτε στην θεσμοθέτηση συγκεκριμένων διαδικασιών, που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την κοινωνική λογοδοσία.

Στην ίδια λογική, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη μη θέσπιση συγκεκριμένων, ποσοτικοποιημένων δεικτών αξιολόγησης, αλλά και προδιαγραφών δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων.

Τέλος, δεν έγιναν δεκτές οι προτάσεις μας για την αξιοποίηση των δομών και της τεχνογνωσίας που διαθέτουν ήδη τα Επιμελητήρια, για τη δημιουργία σχετικών μητρώων και τη χορήγηση πιστοποιητικού περιβαλλοντικής ενημερότητας.

Συμπερασματικά, παρά τις βελτιώσεις, παραμένει σημαντικός προβληματισμός, για το κατά πόσο το νέο νομοθέτημα θα αναβαθμίσει ουσιαστικά το πλαίσιο λειτουργίας της εναλλακτικής διαχείρισης στη χώρα μας.

Κατά πόσο θα συμβάλει στην επίτευξη των υψηλών ποσοτικών στόχων που έχουν τεθεί.

Κατά πόσο θα διασφαλίσει τη λειτουργία του ΕΟΑΝ με τις απαραίτητες προδιαγραφές αποτελεσματικότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας.

Με άλλα λόγια, ο τροποποιημένος νόμος δεν εξασφαλίζει επαρκώς τη δυνατότητα του δημοσίου τομέα να ελέγξει αποτελεσματικά, με αντικειμενικούς κανόνες και αδιάβλητες διαδικασίες, τη διαχείριση των πόρων και τις διεργασίες των ΣΕΔ.

Επιπλέον, πρέπει για μια ακόμη φορά να τονίσουμε και σε αυτή την περίπτωση το αυτονόητο: κάθε νέο νομοθέτημα είναι απαραίτητο να συνοδεύεται εκ των προτέρων από αξιολόγηση ως προς την αναμενόμενη επίδραση στην οικονομία και στην ανάπτυξη. Και να διατυπώνει συγκεκριμένες προβλέψεις για το πώς η επίδραση αυτή θα είναι θετική.

Και είναι σαφώς αρνητικό το γεγονός ότι ούτε σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε να γίνεται κάτι τέτοιο. Δεν βλέπουμε να προωθείται, ταυτόχρονα με την αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου και μια στοχευμένη πολιτική κινήτρων, με στόχο την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στην κυκλική οικονομία.

Εμείς, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε ουσιαστικά τον ΕΟΑΝ, προκειμένου να διαχειριστεί αποτελεσματικά και δίκαια τις κρίσιμες για το περιβάλλον, αλλά και την ανάπτυξη αρμοδιότητές του.

Παράλληλα, όμως, θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε τις απαραίτητες περαιτέρω βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο για την εναλλακτική διαχείριση. Κυρίως, συνεχίζουμε να διεκδικούμε:

– Την ενσωμάτωση των προτάσεων του επιχειρηματικού κόσμου που παραλείφθηκαν στο συγκεκριμένο νομοθέτημα.

– Την ουσιαστική ενθάρρυνση των επενδύσεων στην καινοτομία στον τομέα της κυκλικής οικονομίας.

Παραμένουμε πρόθυμοι για συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Παραμένουμε διατεθειμένοι να συνεισφέρουμε με τη γνώση και τις προτάσεις μας, στη βελτιστοποίηση του θεσμικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος στον τομέα της εναλλακτικής διαχείρισης, προς όφελος της εθνικής οικονομίας και της αειφόρου ανάπτυξης».