Στην αγορά του πλειοψηφικού ποσοστού στο πρόγραμμα παραγωγής του αεροσκάφους C-Series που κατασκευάζει η Bombardier Inc προχώρησε η ευρωπαϊκή κοινοπραξία παραγωγής αεροσκαφών Airbus SA. Έτσι, η Airbus ανακτά τον έλεγχο μιας ανταγωνιστικής της εταιρίας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα μετά τη διαμάχη της με την αμερικανική εταιρία παραγωγής αεροσκαφών Boeing Co.

Η συμφωνία θα υλοποιηθεί χωρίς κόστος για την Airbus, αποκτώντας ποσοστό 50,01% του προγράμματος του αεροσκάφους C-Series Aircraft Limited Partnership (CSALP), το οποίο παράγει και προωθεί εμπορικά τα αεροσκάφη, σύμφωνα με τις δύο εταιρίες

Ο διευθύνων σύμβουλος της Airbus, Τομ Έντερς, δήλωσε ότι η ευρωπαϊκή εταιρία προσφέρθηκε να παράγει αριθμό αεροσκαφών C-Series στη γραμμή παραγωγής που διαθέτει στην Αλαμπάμα. Η δυνατότητα αυτή, μπορεί ν’ αξιοποιηθεί για την κάλυψη των αναγκών των αμερικανικών αεροπορικών εταιριών. Σε μία τέτοια εξέλιξη, τα αεροσκάφη του αναφερόμενου τύπου, με χωρητικότητα επιβατών από 110 έως 130 θέσεις, δεν θα υπόκεινται σε υψηλούς δασμούς έως 300% για την πώλησή τους στην αμερικανική αγορά, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Bombardier, Αλέν Μπελεμέρ.

«Πρόκειται για μία στρατηγική απόφαση. Δεν προχωράμε στην υλοποίηση της συμφωνίας μετά από αίτημα της Boeing. Προχωράμε στην συμφωνία επειδή είναι μία κίνηση στρατηγικής για την Bombardier. Παράλληλα, έχει και μία καλή στρατηγική διάσταση για την Airbus», τόνισε ο Μπελεμέρ, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό πρακτορείο Ειδήσεων.

Η συμφωνία αυτή εντάσσεται σ΄ ένα πλαίσιο ευρύτερης εμπορικής διαμάχης, με τη Βρετανίδα πρωθυπουργό, Τερέζα Μέι, να εισέρχεται στην συζήτηση που έχει ανοίξει ζητώντας από τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, την παρέμβαση του για τη διάσωση θέσεων εργασίας στη Μεγάλη Βρετανία.

Η Bombardier, πέρα από την βιομηχανική και παραγωγική της δράση στην έδρα της, τον Καναδά, αποτελεί τη μεγαλύτερη βιομηχανική μονάδα παραγωγής στη Βόρεια Ιρλανδία, που αποτελεί με την σειρά της, την φτωχότερη γεωγραφικά και οικονομικά περιοχή εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα νέα για τη συμφωνία μεταξύ της Airbus και της Bombardier έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό στο Μπέλφαστ, ενώ οι πρώτες συνομιλίες μεταξύ των δύο εταιριών είχαν διεξαχθεί τον Αύγουστο.

Σύμφωνα με τον Έντερς ο νέος κύκλος των διαπραγματεύσεων ήταν διαφορετικός από τις διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει το 2015 και τερματίστηκαν με πρωτοβουλία της Airbus. Ο ίδιος τόνισε ότι το αεροσκάφος C-Series έχει πλέον πιστοποιηθεί, έχει εισαχθεί σε υπηρεσία και οι επιδόσεις του είναι καλές. «Πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική κατάσταση σήμερα», τόνισε χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά της, η αμερικανική αεροπορική εταιρία Delta Air Lines Inc δήλωσε ότι μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας αναμένει την εισαγωγή του αεροσκάφους C-Series στον στόλο των αεροσκαφών της.

Οι όροι της συμφωνίας

Η συμφωνία προβλέπει ότι πέρα από το ποσοστό της Airbus στο πρόγραμμα παραγωγής και εμπορικής προώθησης του αεροσκάφους, η Bombardier θα έχει ποσοστό 31%, ενώ η επενδυτική εταιρία του Κεμπέκ, που υλοποιεί τις επενδύσεις της ομώνυμης επαρχίας του Καναδά, θα έχει ποσοστό 19%. To μεγαλύτερο συνταξιοδοτικό ταμείο στο Κεμπέκ που ελέγχει ποσοστό 30% του τμήματος της Bombardier που ασχολείται με την παραγωγή τρένων, δήλωσε ότι η συμφωνία «ενδυναμώνει την εταιρία, βελτιώνει το πλαίσιο της ανάπτυξης της, ενώ την καθιστά ισχυρότερη μακροπρόθεσμα».

Η τοπική κυβέρνηση του Κεμπέκ, μέσω της επενδυτικής της εταιρίας εξαγόρασε ποσοστό 49% του προγράμματος του C-Series, για το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων το 2015. Παράλληλα, η συμφωνία δίνει τη δυνατότητα στην Airbus για την εξαγορά μετοχών της Bombardier, ενώ η εφαρμογή της δεν απαιτεί την επένδυση οικονομικών κεφαλαίων για καμία από τις δύο εταιρίες. Η Airbus θα είναι υπεύθυνη για τις προμήθειες, τις πωλήσεις και την εμπορική προώθηση των αεροσκαφών C-Series, ενώ θα παρέχει και την υποστήριξη των πελατών στο πλαίσιο του προγράμματος CASLP.

Η Bombardier αναμένει απώλειες εσόδων 400 εκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα της παραγωγής των επιβατικών αεροσκαφών της για φέτος, ενώ εκτιμά ότι θα ισοσκελίσει το έλλειμμα το 2020.

Η επιβολή των δασμών 300% από το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου για την εισαγωγή των αεροσκαφών C-Series στην αμερικανική αγορά, έγινε από την κυβέρνηση Τραμπ, μετά την καταγγελία της Boeing για προνομιακή μεταχείριση της Bombardier από την τοπική κυβέρνηση στο Κεμπέκ και υπό το πλαίσιο εφαρμογής της συμφωνίας για την αγορά των αεροσκαφών από την Delta Airlines Inc.

Οι εξελίξεις προκάλεσαν αναστάτωση στη Βόρεια Ιρλανδία εξαιτίας της μεγάλης βιομηχανικής βάσης που διατηρεί εκεί η καναδική εταιρία, προκαλώντας την παρέμβαση της Βρετανίδας πρωθυπουργού προς τον πρόεδρο Τραμπ για την δρομολόγηση εξελίξεων που θα οδηγούσαν στη μη επιβολή των δασμών.