Μπορεί άραγε η Ευρώπη να διδαχθεί από την επώδυνη εμπειρία της Ελλάδας, διερωτάται ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Παγουλάτος, σε άρθρο του στη βρετανική εφημερίδα Financial Times, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Η χώρα, επισημαίνει ο κ. Παγουλάτος, αρχίζει και πάλι να αναπτύσσεται, αν και αναμφίβολα υπήρξε η μεγαλύτερη αποτυχία της ευρωζώνης. Η «Μεγάλη Ύφεση» της Ελλάδας ήταν τόσο βαθιά όσο αυτή στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά διπλάσια σε διάρκεια.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρώτο δίδαγμα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνονται στο ανώτατο σημείο του οικονομικού κύκλου. Η Ελλάδα χρειάστηκε να προσαρμοστεί ενώ βρισκόταν σε ύφεση διότι δεν κατάφερε να το κάνει κατά την προ κρίσης περίοδο άνθησης. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει πάντα να υιοθετούνται σε εποχές ανάπτυξης, όταν ο κόσμος έχει εμπιστοσύνη και οι χαμένοι μπορούν να αποζημιωθούν. Μια ανοδική πορεία μπορεί να αγοράσει χρόνο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν θα πρέπει να την επικαλείται κανείς ως ένδειξη ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι απαραίτητες.

Η ευρωζώνη βρίσκεται τώρα στην ισχυρότερη περίοδο της ανάκαμψης μετά την κρίση. Αλλά θα πρέπει να αποφύγει τον εφησυχασμό. Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης. Χρειαζόμαστε έναν προϋπολογισμό σταθεροποίησης και τη δυνατότητα κοινού δανεισμού, μεγαλύτερο διαμοιρασμό του ρίσκου και μια χρηματοπιστωτική ένωση που θα διασπάσει τον μοιραίο δεσμό μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων.

Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία και δεδομένου ότι ο Εμανουέλ Μακρόν θα προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας, η Ευρώπη θα βρίσκεται στο ανώτατο σημείο του πολιτικού της κύκλου. Αυτή είναι η στιγμή για να προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη. Θα απαιτήσουν επώδυνες υποχωρήσεις: οι Γερμανοί αρνούνται ένα σύστημα κοινής ασφάλισης των καταθέσεων ή ένα δημοσιονομικό δίκτυ ασφαλείας, οι Γάλλοι δεν είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν τον έλεγχο του εθνικού προϋπολογισμού και οι Ιταλοί απορρίπτουν τα πλαφόν στην έκθεση των τραπεζών στο κρατικό χρέος. Κάτι όμως θα πρέπει να γίνει.

Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι να χρησιμοποιείται ένα ισορροπημένο μείγμα πολιτικής. Πρέπει να υπάρχει μια ανάσα από τις περιοριστικές πολιτικές. Από το 2010, οι δημοσιονομικές και εισοδηματικές πολιτικές στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα συσταλτικές. Η νομισματική επέκταση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έφτασε ως την περιφέρεια. Η Ελλάδα ανέλαβε μια σχεδόν αδύνατη αποστολή, βασιζόμενη σε μια υφεσιακή εσωτερική υποτίμηση για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της ενώ έπρεπε να αναπτυχθεί για να μειώσει το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ. Η χώρα χρειαζόταν στήριξη από μια τόνωση της ζήτησης στην ευρωζώνη, έναν πληθωρισμό στην ευρωζώνη κοντά στο 2% ή έναν κατάλληλο διαμοιρασμό ρίσκου στο μπλοκ. Τίποτε από αυτά δεν ήταν διαθέσιμο.

Ένα τρίτο μάθημα είναι να αντιμετωπίζεται ο χρηματοπιστωτικός κατακερματισμός. Οι τράπεζες κατέρρευσαν από μια κυβέρνηση χωρίς ρευστότητα ή αφερέγγυα – μια κατάσταση που επιδεινώθηκε από τη φυγή κεφαλαίων. Οι εταιρείες προσπάθησαν να αντισταθμίσουν το απαγορευτικό κόστος του κεφαλαίου μειώνοντας τους μισθούς, ενώ η παραγωγικότητα συρρικνωνόταν μέσω των αποεπενδύσεων. Αυτός δεν είναι τρόπος για να λειτουργεί μια νομισματική ένωση. Μια πραγματική τραπεζική ένωση θα περιόριζε την μετάδοση από τις τράπεζες στα κράτη. Ένα σχέδιο κοινής ασφάλισης των καταθέσεων θα καθησύχαζε τους καταθέτες ότι η Ευρώπη τους στηρίζει.

Τέταρτον, να επεκταθεί η μη τραπεζική χρηματοδότηση. Πέμπτον, να αντιμετωπιστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι ενέργειες που έγιναν για την αντιμετώπιση των ελληνικών μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν πολύ λίγες και έγιναν πολύ αργά.

Έκτον, να δοθεί έμφαση στην πραγματική και όχι μόνο στην ονομαστική σύγκλιση. Η Ελλάδα εξάλειψε το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο η κρίση έχει αφήσει μια εξουθενωτική κληρονομιά. Μεταξύ του 2009 και του 2016, το πραγματικό δυνητικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 13,7 ποσοστιαίες μονάδες. Οι επενδύσεις έχουν συρρικνωθεί από το 22 στο 12% του ΑΕΠ. Αντί να αναπαράγεται αυτή η καταστροφή, οι επενδυτικές δαπάνες στην ευρωζώνη θα έπρεπε να προστατευτούν από την ύφεση και τις περικοπές δημοσιονομικής εξυγίανσης. Το βάρος πρέπει να δοθεί στην αύξηση της παραγωγικότητας και της δυνητικής ανάπτυξης.

Τέλος, να βλέπει κανείς τη μεγάλη εικόνα. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα είναι να μετατοπιστεί προς μια ανάπτυξη προσανατολισμένη στις εξαγωγές, να αυξήσει την παραγωγικότητα, να αυξήσει την συμμετοχή του εργατικού δυναμικού και να βελτιώσει την δημογραφική τάση της γήρανσης του πληθυσμού. Η γηράσκουσα ευρωζώνη πρέπει και αυτή να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση της ανάπτυξης της παραγωγικότητας. Πρέπει να εστιάσει στην πραγματική σύγκλιση, να επινοήσει στρατηγικές προσαρμογής που δεν στερούν από την περιφέρεια της ευρωζώνης τους καλύτερους και τους εξυπνότερους.