Η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τους στόχους του προγράμματος, καθώς η ελληνική κυβέρνηση έχει ακόμη «φουλ ατζέντα μπροστά της», τονίζει σε συνέντευξη στη «Ναυτεμπορική» η επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου.

Υπογραμμίζει ταυτόχρονα ότι η όποια επιπλέον χρηματοδότηση δεν μπορεί να αυξάνει το χρέος, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να εξομαλύνει τις αποπληρωμές χρέους για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος.

Η κ. Βελκουλέσκου εκφράζει την εκτίμηση ότι οι φόροι στην Ελλάδα εμποδίζουν πλέον τις επενδύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, προκρίνει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μείωση της δαπάνης για τις συντάξεις με στόχο την αποκλιμάκωση της φορολόγησης.

Η επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα παρουσιάζει αναλυτικά τις προτεραιότητες ενόψει της γ’ αξιολόγησης του προγράμματος, ρίχνοντας τα «φώτα» στους συμβασιούχους και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα capital controls, καθώς και στη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές και την απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων.

Ως προς το ασφαλιστικό, επισημαίνει ότι «οι εισφορές που επιβάλλονται στις γενιές της εργασίας δεν επαρκούν για να πληρώνουν τις τρέχουσες συντάξεις», σημειώνοντας ότι το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα είναι «σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του Ευρώ».

Στο ερώτημα πώς τεκμηριώνει το ΔΝΤ την ανάγκη περαιτέρω μείωσης της δαπάνης για τις συντάξεις στην Ελλάδα, και πώς θα πρέπει να επιμεριστεί αυτή η περικοπή αναφέρει:  «Παρά τους διάφορους γύρους μεταρρυθμίσεων, το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας παραμένει μη βιώσιμο και μη προσιτό, καθώς οι εισφορές που επιβάλλονται στις γενιές της εργασίας δεν επαρκούν για να πληρώνουν τις τρέχουσες συντάξεις. Ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Τα προσφάτως νομοθετημένα συνταξιοδοτικά μέτρα συμβάλλουν στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης μεσοπρόθεσμα. Το σημαντικότερο, βοηθούν στον επιμερισμό της προσαρμογής μεταξύ των σημερινών και των μελλοντικών συνταξιούχων, προστατεύοντας παράλληλα εκείνους με χαμηλές συντάξεις. Η μεταρρύθμιση προωθεί έτσι τη δικαιοσύνη τόσο μεταξύ όσο και εντός των γενεών».