Συστημικό κίνδυνο για την ευρωζώνη σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση βλέπει ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου σε συνέντευξή του στις «Ειδήσεις».

«Είναι πια φανερό πως η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης δεν οφείλεται στην ελληνική πλευρά. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα στους θεσμούς. Το ΔΝΤ ζητά πράγματα έξω και πέρα από τις απαιτήσεις της ίδιας της αξιολόγησης, όπως π.χ. κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και ομαδικές απολύσεις, τον παραλογισμό των οποίων έχουν επισημάνει αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες» σημειώνει ο κ. Παπαδημητρίου.

Ερωτηθείς αν πρέπει η κυβέρνηση να προχωρήσει σε συμβιβασμό, παρά το σημαντικό πολιτικό κόστος, ο κ.Παπαδημητρίου υπογραμμίζει ότι «η κυβέρνηση επιδιώκει μία αμοιβαία υποχώρηση στα εργασιακά και αλλού. Αντίθετα με το 2015, σφυρηλατεί ευρύτερες συμμαχίες για να το πετύχει. Οι προσεγγίσεις που εμφανίζονται στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία για την ανάγκη πολιτικών που προτάσσουν την ανάπτυξη αποτελούν ενθαρρυντικό μήνυμα. Εάν, λοιπόν, υπάρξει συμβιβασμός, τότε θα μπορέσει να επωμιστεί το όποιο πολιτικό κόστος με την προοπτική ότι τα αντίμετρα και η ανάπτυξη που θα προκύψει θα πείσουν τους πολίτες ότι η συμφωνία είναι κοινωνικά βιώσιμη και ότι μπορούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Το όφελος για τη χώρα θα φανεί σε διάρκεια χρόνου. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο. Αναμένεται, πάντως, η αξιολόγηση να κλείσει και η χώρα να μην οδηγηθεί σε εκλογές που είναι η χειρότερη δυνατή εξέλιξη. Άλλωστε οι θεσμοί σε κάθε ευκαιρία επιβεβαιώνουν το κλίμα πολιτικής σταθερότητας της κυβέρνησης».

Ο υπουργός Οικονομίας τονίζει ότι «είναι κυρίαρχη η προσδοκία πώς θα ξεπεραστούν τελικά τα εμπόδια, θα κλείσει η συμφωνία μέσα στον Απρίλιο και θα ανοίξει ο δρόμος για να απελευθερωθεί το ισχυρό παραγωγικό και ανθρώπινο δυναμικό της χώρας στην κατεύθυνση μιας δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό υπαγορεύει το κοινό συμφέρον Ελλάδας και ΕΕ. Οποιαδήποτε άλλη αρνητική εξέλιξη θα πυροδοτήσει το συστημικό κίνδυνο που υποβόσκει σήμερα στην Ευρωζώνη μετά το Brexit, τους πολιτικούς κλυδωνισμούς και την αβεβαιότητα της πολιτικής Τραμπ, με καταστροφικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή ανάκαμψη και τη διεθνή οικονομία».