Η απόσταση προσφοράς και ζήτησης τραπεζικής χρηματοδότησης, για την Ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση, παραμένει σταθερά η υψηλότερη στη ζώνη του ευρώ, χωρίς για την ώρα να διαφαίνεται κάποια ξεκάθαρη τάση βελτίωσης, όπως σημειώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών στο εβδομαδιαίο δελτίο του.

Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας, αποτελεί προϋπόθεση, κατά το ΣΕΒ, ώστε σε στενή συνεργασία Ελλάδας και εταίρων να εκπονηθούν πρωτοβουλίες με επάρκεια μεγέθους και αποτελεσματικότητας, για την ταχεία εξάλειψη αυτής της απαράδεκτης κατάστασης, «για μια υποτιθέμενη ενιαία αγορά που λειτουργεί με ένα υποτίθεται ενιαίο νόμισμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι μόνο εφ’ όσον αυτή η κατάσταση τεθεί σε μια εμφανή πορεία βελτίωσης, θα είναι ρεαλιστικό να μιλάμε για οριστική έξοδο από την κρίση.

Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα στο δελτίο του ΣΕΒ, καθώς η Ελληνική οικονομία, μετά από μια πρωτοφανή περιπέτεια, φαίνεται να σταθεροποιείται, η δύσκολη και ακριβή πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό παραμένει μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εδώ και 6 χρόνια η Ενιαία Αγορά για Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες ουσιαστικά δεν λειτουργεί στην Ελλάδα, πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με το countryrisk, αλλά και τα NPLs που αφήνει στο πέρασμά της η μακροχρόνια ύφεση. «Το ευρώ εμφανίζει συνεπώς, το παράδοξο να αποτελεί το ενιαίο νόμισμα 19 χωρών και την ίδια ώρα ένα ευρώ στην Ελλάδα να διαφέρει επί της ουσίας από ένα ευρώ στη Γερμανία – όχι μόνο λόγω των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά κυρίως επειδή μια επιχείρηση στην Ελλάδα με ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά, με μια επιχείρηση στη Γερμανία, δεν μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτό το ευρώ, ενώ η Γερμανική επιχείρηση έχει αυτή την δυνατότητα. Και όταν η Ελληνική επιχείρηση έχει πρόσβαση σε αυτό το ευρώ, το κόστος της πρόσβασης είναι τουλάχιστον τριπλάσιο» όπως αναφέρεται…

Ο σύνδεσμος σημειώνει ακόμη ότι, η εξομάλυνση της κατάστασης αβεβαιότητας, καθώς εμπεδώνεται σταδιακά στις αγορές η πεποίθηση ότι τα ορόσημα των μνημονίων αποτελούν περισσότερο αντικείμενο διεκπεραιωτικών διαδικασιών ρουτίνας, παρά ορόσημα σημαντικών πολιτικών και οικονομικών αλλαγών, δεν έχει για την ώρα επηρεάσει προς το καλύτερο τη δυσκολία του ιδιωτικού τομέα να αποκτήσει πρόσβαση στη χρηματοδότηση με εύλογους όρους. Δηλαδή στην άρση του κατακερματισμού της Ενιαίας Αγοράς για Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες. Υπενθυμίζεται στη συνέχεια, ότι στην πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ για την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) σε χρηματοδότηση (SAFE) για πάνω από το 50%, η πρόσβαση σε χρηματοδότηση αποτελούσε πολύ υψηλή προτεραιότητα και για άνω του 70% υψηλή ή μέτρια προτεραιότητα. Την ώρα που η ανάκαμψη στην ζώνη του ευρώ και οι δράσεις της ΕΚΤ στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ σταδιακά έχουν μειώσει το ποσοστό των ΜΜΕ, που θεωρούν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση υψηλή προτεραιότητα, αυτό δε συμβαίνει στην Ελλάδα, αν και τουλάχιστον ο αριθμός των επιχειρήσεων που το αναγάγουν ως το πλέον σημαντικό πρόβλημα τους έχει υποχωρήσει λίγο αλλά αισθητά κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016, και μάλιστα παρά τη σταδιακή απόσυρση από την αγορά μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, που υπέκυψαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και οι οποίες πλέον δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της έρευνας. Ο βαθμός, στον οποίο η ανάκαμψη εδραιώνεται στη ζώνη του ευρώ, αντανακλάται στον ολοένα αυξανόμενο αριθμό επιχειρήσεων που έχουν εκεί ως κύρια προτεραιότητα την αναζήτηση νέων πελατών, ενώ στην Ελλάδα σταθερά η αναζήτηση πελατών αποτελεί σχεδόν μηδενική προτεραιότητα.

Στην Ελλάδα, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, στην οποία τόσες πολλές εταιρείες θεωρούν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση τόσο υψηλής προτεραιότητας, συνεχίζουν οι επιχειρήσεις να μη σκέφτονται καν την υποβολή αίτησης, γιατί ήδη πριν την υποβολή αυτή τις αποθαρρύνουν, πιθανώς διότι έχουν εγγραφή στον Τειρεσία και ακόμα και μετά την αίτηση ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό βιώνει την απόρριψη. Η εξέλιξη του ποσοστού των επιχειρήσεων που αποθαρρύνονται ή των οποίων η αίτηση για δάνειο απορρίπτεται διαχρονικά καταγράφει το βαθμό στον οποίο η πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι σταθερά δυσμενέστερη, σε σχέση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, χωρίς να υπάρχει μέχρι σήμερα ουσιαστική βελτίωση.

Στο δελτίο του ΣΕΒ αναφέρεται ακόμη, ότι οι Ελληνικές επιχειρήσεις απαντάνε σκωπτικά σε σταθερά μεγάλη πλειοψηφία στο ερωτηματολόγιο της ΕΚΤ, ότι «απλά δεν υπάρχουν δάνεια», ενώ την ώρα που εδώ και δυο χρόνια οι κύκλοι εργασιών στη ζώνη του ευρώ, αυξάνονται με όλο και πιο ισχυρό ρυθμό, στην Ελλάδα μόλις τώρα σταματάνε να υποχωρούν με μεγάλους ρυθμούς, αν και σε αντίθεση με την ζώνη του ευρώ η μέση ΜμΕ στην Ελλάδα συνεχίζει να εμφανίζει, τουλάχιστον, μειούμενες ζημιές.

«Σε αυτό το περιβάλλον, ενώ για τη μέση ευρωπαϊκή επιχείρηση που βλέπει πλέον την ανάπτυξη τα μέτρα χαλάρωσης της ΕΚΤ εξασφαλίζουν παράλληλα και μια υποχώρηση του κόστους δανεισμού, η πληγωμένη Ελληνική επιχείρηση, η οποία μάλιστα, έχει και ένα ιδιαίτερα μεγάλο έλλειμμα κεφαλαίων συνεχίζει να βλέπει το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων να αυξάνεται. Έτσι, την ώρα που οι Ελληνικές ΜμΕ έχουν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη για μείωση του κόστους χρήματος και καλύτερης πρόσβασης σε χρηματοδότηση, σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή ΜμΕ, η απόσταση προσφοράς και ζήτησης τραπεζικής χρηματοδότησης παραμένει σταθερά η υψηλότερη στη ζώνη του ευρώ, χωρίς για την ώρα να διαφαίνεται κάποια ξεκάθαρη τάση βελτίωσης» αναφέρει ο σύνδεσμος.

Η διατήρηση αυτή της κατάστασης λοιπόν, εκτιμάται ότι «αποτελεί την πλέον εμφατική εκδήλωση του τρόπου με τον οποίο οι ελληνικές επιχειρήσεις, που ως νομικά πρόσωπα είναι και αυτά ευρωπαίοι πολίτες, πλήρωσαν και συνεχίζουν να πληρώνουν την αβεβαιότητα που δημιούργησαν οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων 7 ετών. Η μετακύλιση αυτής της αβεβαιότητας στον ιδιωτικό τομέα μέσω του κατακερματισμού της (υποτίθεται) Ενιαίας Αγοράς για Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες βαραίνει σίγουρα τη χώρα μας, αλλά όχι μόνο. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί προϋπόθεση όχι για την αντιπαραγωγική αναζήτηση ευθυνών, αλλά ώστε σε στενή συνεργασία Ελλάδας και εταίρων να εκπονηθούν πρωτοβουλίες με επάρκεια μεγέθους και αποτελεσματικότητας για την ταχεία εξάλειψη αυτής της απαράδεκτης, για μια υποτιθέμενη ενιαία αγορά που λειτουργεί με ένα υποτίθεται ενιαίο νόμισμα, κατάστασης. Μόνο εφ’ όσον αυτή η κατάσταση τεθεί σε μια εμφανή πορεία βελτίωσης θα είναι ρεαλιστικό να μιλάμε για οριστική έξοδο από την κρίση».