Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με αύξηση 20% στην τιμή του ελαιολάδου μετά τις κακές καιρικές συνθήκες και τις ασθένειες που έπληξαν τη σοδειά στην Ευρώπη, αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Financial Times. Στο μεταξύ, οι ελαιοπαραγωγοί στην Ισπανία και την Ιταλία βλέπουν την ηγετική τους θέση ως εξαγωγέων να διαβρώνεται από την Τυνησία.

«Οι αγοραστές ξόδεψαν επιπλέον 231 εκατ. ευρώ το 2015 για ελαιόλαδο», ανέφερε ο ερευνητικός όμιλος IRI μετά την αύξηση της μέσης τιμής λιανικής πώλησης του ελαιαολάδου κατά 19,8% στην Ευρώπη τους πρώτους 11 μήνες του περασμένου έτους.

Οι τιμές χονδρικής για το ελαιόλαδο υψηλής ποιότητας σημείωσαν σημαντική άνοδο τον περασμένο χρόνο μετά το βακτήριο που μόλυνε στη νότια Ιταλία τουλάχιστον ένα εκατομμύριο δέντρα. Αυτό συνέβη καθώς οι τιμές του λαδιού είχαν ήδη αυξηθεί λόγω της χαμηλής σοδειάς στην Ισπανία και την Ιταλία, παραδοσιακά τους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς στον κόσμο.

«Η σοδειά στην Ιταλία πέρυσι ήταν η χαμηλότερη εδώ και 25 χρόνια. Ήταν καταστροφή» σχολίασε ο Βίτο Μαρτιέλι, αναλυτής στην ολλανδική τράπεζα Rabobank.

Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε κατά 26% για την ελαιοκομική χρονιά 2014-15 στα 2,4 εκατ. τόνους, σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου (IOC). Η χαμηλή σοδειά στην Ευρώπη συνέπεσε με την αυξημένη συγκομιδή στη Τυνησία, εκτοξεύοντας τη βορειοαφρικανική χώρα στην πρώτη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές ελαιολάδου και στη δεύτερη θέση σε ό,τι αφορά την παραγωγή μετά την Ισπανία.

Η Τυνησία πούλησε 303.000 τόνους ελαιολάδου στις ξένες αγορές για την ελαιοκομική χρονιά 2014-15, ποσότητα υπερπενταπλάσια της προηγούμενης χρονιάς, σύμφωνα με το IOC. Η παραγωγή ανήλθε στους 340.000 τόνους από 70.000 τόνους ένα χρόνο νωρίτερα.

Ο αρνητικός αντίκτυπος στην ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται φέτος να εξασθενήσει καθώς οι συνθήκες καλλιέργειας στην Ιταλία και την Ισπανία έχουν βελτιωθεί, ανέφερε ο Μαρτιέλι. Η σοδειά της Τυνησίας, από την άλλη, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά λόγω σποραδικών βροχοπτώσεων και επειδή τα δέντρα δεν μπορούν να παράγουν το ίδιο καλή σοδειά για δύο συνεχή έτη, με το IOC να προβλέπει ότι οι εξαγωγές και η παραγωγή της χώρας θα υποχωρήσουν κάτω από το μισό.