Η οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα συνεχισθεί, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, δήλωσε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, σε συνέντευξη τύπου που έδωσε σήμερα μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ αναθεώρησε την πρόβλεψή της για τον ρυθμό ανάπτυξης για το 2015 στο 1,4% από 1,5% που προέβλεπε τον Ιούνιο, και ο κ. Ντράγκι απέδωσε την εξέλιξη αυτή στην επιβράδυνση των οικονομιών των αναδυόμενων αγορών και ιδιαίτερα της Κίνας. Για το 2016 και το 2017 προβλέπονται ρυθμοί ανάπτυξης 1,7% και 1,8%, αντίστοιχα. Ο κ. Ντράγκι σημείωσε ότι η ΕΚΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό, κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Πρόσθεσε, όμως, ότι δεν βλέπει κίνδυνο αποπληθωρισμού, αν και μπορεί να υπάρξουν μήνες που ο πληθωρισμός θα είναι αρνητικός, αλλά αυτό θα αποτελεί μία μεταβατική φάση, καθώς από το τέλος του έτους αναμένεται σταδιακή άνοδος του πληθωρισμού. Σε μέσα επίπεδα για το 2015, η ΕΚΤ προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα ανέλθει στο 0,1%, για να αυξηθεί στο 1,1% το 2016 και το 1,7% το 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε ότι οι προοπτικές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό επιδεινώθηκαν περαιτέρω μετά τα μέσα Αυγούστου (όταν ολοκληρώθηκαν οι προβλέψεις της ΕΚΤ). «Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα έκτοτε αποτελούν καθοδικό κίνδυνο για τις ίδιες τις προβλέψεις. Οι καθοδικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί και τα προβλήματα των αναδυόμενων οικονομιών είναι απίθανο να αντιστραφούν γρήγορα», σημείωσε. «…Συνεπώς, οι χαμηλότερες τιμές των πρώτων υλών, το ισχυρότερο ευρώ, ένας κάπως χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης έχουν αυξήσει τον κίνδυνο για τη διαδρομή προς τον στόχο 2% για τον πληθωρισμό», πρόσθεσε.

Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι η ατελής νομισματική ένωση της Ευρώπης αποτελεί πηγή αστάθειας. Δεν συζητήθηκε σήμερα, είπε, αλλαγή στο ρυθμό ή τη διάρκεια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (αγοράς κρατικών ομολόγων) και επανέλαβε ότι αυτό θα διαρκέσει έως τον Σεπτέμβριο του 2016, αλλά πρόσθεσε ότι θα παραταθεί, αν κριθεί απαραίτητο. Στο σημείο αυτό τόνισε τη βούληση, την ετοιμότητα και την ικανότητα της ΕΚΤ να δράσει, αν αυτό χρειασθεί.