H Ελλάδα πρέπει να αποχωρήσει από το ευρώ για να ανακάμψει, επισημαίνεται σε δημοσίευμα των New York Times, που υπογράφει ο Mark Weisbrot.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, όσο και αν η κίνηση της εξόδου από το ευρώ μπορεί να κοστίσει στην Ελλάδα βραχυπρόθεσμα, είναι απίθανο ότι ένα τέτοιο κόστος θα είναι μεγαλύτερο από τα πολλά χρόνια ύφεσης, στασιμότητας και υψηλής ανεργίας που οι ευρωπαϊκές αρχές προσφέρουν.

Οι εκθέσεις Τύπου προειδοποιούν επίσης για μια απότομη αύξηση του ελληνικού χρέους από υποτίμηση, αν εγκαταλείψει η Ελλάδα τη ζώνη του ευρώ. Αλλά το γεγονός είναι ότι «η Ελλάδα δεν θα πληρώσει αυτό το χρέος, όπως η Αργεντινή δεν έχει καταβάλλει τα 2/3 του εξωτερικού της χρέους μετά την υποτίμηση και την αναδιάρθρωσή του».

Όπως λέει η εφημερίδα, «αντίθετα η Πορτογαλία κατέληξε σε μια συμφωνία με το ΔΝΤ για δύο ακόμη χρόνια ύφεσης, μια τιμωρία που καμιά κυβέρνηση δεν πρέπει να δεχτεί. Ένας υπεύθυνος ηγέτης θα έπρεπε να υπενθυμίσει στις ευρωπαϊκές αρχές ότι έχουν τα χρήματα για να υποστηρίξουν την Ελλάδα με αντικυκλικές πολιτικές (όπως φορολογικά κίνητρα), αλλά επιλέγουν να μην το κάνουν».

Υπάρχει επίσης η ιδέα ότι η Ελλάδα – όπως και η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία – μπορεί να ανακάμψει μέσω μιας εσωτερικής υποτίμησης. Αυτό σημαίνει αύξηση της ανεργίας τόσο πολύ, ώστε οι μισθοί να πέσουν αρκετά, για να κάνουν τη χώρα πιο ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο.

Το κοινωνικό κόστος, αναφέρεται, μιας τέτοιας κίνησης, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα υψηλό. Η ανεργία έχει διπλασιαστεί στην Ελλάδα (σε 14,7 τοις εκατό), υπερδιπλασιάστηκε στην Ισπανία (σε 20,7 τοις εκατό) και υπερτριπλασιάστηκε στην Ιρλανδία (σε 14,7 τοις εκατό). Αλλά, η ανάκαμψη είναι ακόμη αβέβαιη.

«Μπορείτε να είστε σίγουροι» σημειώνει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος, «ότι οι ευρωπαϊκές αρχές θα πρόσφεραν στην Ελλάδα μια καλύτερη συμφωνία, αν αυτή εκφράσει μια αξιόπιστη απειλή εγκατάλειψης της ζώνης του ευρώ. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να έχουν ήδη κινηθεί σε απάντηση προς την απειλή αυτή της περασμένης εβδομάδας. Αλλά η ουσία είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αποδεχθεί οποιαδήποτε συμφωνία δεν της επιτρέπει να αναπτυχθεί και να βρει το δρόμο για έξοδο από την ύφεση».

Για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ο αρθρογράφος αναφέρει το παράδειγμα της Αργεντινής, στο τέλος του 2001. Για περισσότερα από τρία έτη και έξι μήνες η Αργεντινή είχε υποστεί μία από τις πιο βαθιές υφέσεις του 20ου αιώνα.

Το πέσο της ήταν συνδεδεμένο με το δολάριο, κάτι αντίστοιχο με την κατάσταση της Ελλάδας, στην οποία Ελλάδα έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως εθνικό της νόμισμα.

Οι Αργεντινοί πήραν δάνεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ μείωσαν και τις δαπάνες, όμως η φτώχεια και η ανεργία ανέβηκαν στα ύψη. Ήταν όλα μάταια καθώς η ύφεση βάθυνε.

Στη συνέχεια, η Αργεντινή αναδιάρθρωσε το εξωτερικό χρέος της και αποκόπηκε από το δολάριο. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι προέβλεψε ότι θα έρθει καταστροφή. Ωστόσο, η οικονομία συρρικνώθηκε για ένα ακόμη τρίμηνο μετά την υποτίμηση και την αναδιάρθρωση.

Στη συνέχεια ενισχύθηκε 63% τα επόμενα έξι χρόνια. Περισσότεροι από 11 εκατομμύρια άτομα, σε ένα έθνος 39 εκατομμυρίων, βγήκαν από τη φτώχεια. Εντός τριών ετών από την Αργεντινή ήταν πίσω στον προ-ύφεσης όγκο παραγωγής της.

Αντίθετα, στην Ελλάδα, ακόμη και αν τα πράγματα πάνε όπως τα έχει σχεδιάσει το ΔΝΤ, η οικονομία θα χρειαστεί οκτώ έτη, για να φθάσει στα επίπεδα του ΑΕΠ πριν από την κρίση.