Πάνω από 500 ευρώ έχασαν από το μηνιαίο οικογενειακό τους εισόδημα μέσα σε μία διετία οι Θεσσαλονικείς, καθώς οι αποδοχές των νοικοκυριών του νομού μειώθηκαν σε 2.021 ευρώ σήμερα από 2.525 ευρώ τον Μάρτιο του 2009, έχοντας «αποψιλωθεί» κατά 20% στο διάστημα 2009-2011 και κατά 15% τα τελευταία δύο εξάμηνα.

Η συνεχής πτώση των εισοδημάτων αποτυπώνεται στην έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας («Βαρόμετρο ΕΒΕΘ»), που διεξάγει δύο φορές τον χρόνο (Μάρτιο και Σεπτέμβριο) η εταιρία Palmos Analysis, για λογαριασμό του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ).

Η έρευνα του Μαρτίου 2011, η οποία διεξήχθη σε δείγμα 800 επιχειρήσεων και 700 πολιτών, έδειξε ακόμη ότι τα νοικοκυριά στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να προσαρμόζονται στα νέα, «ζόρικα» οικονομικά δεδομένα: σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΒΕΘ, Δημήτρη Μπακατσέλο, η τάση αυτή αποτυπώνεται στο γεγονός ότι αυτοί που δηλώνουν ότι «τραβούν» από τις αποταμιεύσεις τους ή δανείζονται για να ζήσουν έχει μειωθεί στο 40% από 47% τον περασμένο Σεπτέμβριο. Παράλληλα, το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι «τα βγάζουν πέρα» με το εισόδημά τους, έστω ίσα-ίσα, έχει πλέον αυξηθεί στο 48% (έναντι 40%).

Πάντως, η προσαρμογή των Θεσσαλονικέων στα νέα δεδομένα δεν τους προφυλάσσει από την απαισιοδοξία, αν και παρέμειναν και τον Μάρτιο πιο αισιόδοξοι από τον μέσο όρο της Ελλάδας.

Οπως επεσήμανε, παρουσιάζοντας την έρευνα, ο αναλυτής της Palmos Analysis, Πασχάλης Τεμενεκίδης,ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο Νομό Θεσσαλονίκης διαμορφώνεται στις -63 μονάδες (σ.σ. σε αυτό το επίπεδο διαμορφωνόταν ο δείκτης και το Σεπτέμβριο του 2011), ενώ ο αντίστοιχος εθνικός στις -66 και ο ευρωπαϊκός στις -13 μονάδες.

Οι καταναλωτές αναφέρουν σταθερή επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης (το 81% δηλώνει ότι επιδεινώθηκε «αρκετά» ή «πολύ» και «καθολική απαισιοδοξία για την κατάσταση της ανεργίας» (το 94% των ερωτηθέντων εκτιμούν ότι η ανεργία θα αυξηθεί πολύ -76%- ή λίγο -18%).

Παραμένουν δε, «αμυντικοί» ως προς την πραγματοποίηση σημαντικών αγορών (πχ, το 90% δεν θεωρεί πιθανή την αγορά αυτοκινήτου τον επόμενο χρόνο), ενώ δηλώνουν εξαιρετικά χαμηλή πρόθεση για αποταμίευση και προϊδεάζουν για συνεχιζόμενη και εντεινόμενη καθήλωση της αγοράς ακινήτων.

Στο μεταξύ, μία από τις χειρότερες περιόδους φαίνεται πως βιώνουν οι κατασκευαστικές επιχειρήσεις του νομού Θεσσαλονίκης, καθώς αναμένεται περαιτέρω μείωση της δραστηριότητάς τους, με αρνητικές συνέπειες για την απασχόληση.

Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στον κλάδο βρέθηκε τον Μάρτιο στο χαμηλότερο επίπεδό του από την έναρξη των μετρήσεων του Βαρομέτρου, με το ισοζύγιο θετικών αρνητικών εκτιμήσεων να βρίσκεται στις -57 μονάδες, έναντι -68 σε εθνικό επίπεδο και -27 σε ευρωπαϊκό.

Βέβαια, παρότι το τρέχον επίπεδο παραγγελιών στο νομό Θεσσαλονίκης βαίνει συνεχώς επιδεινούμενο, η πρόθεση μείωσης των τιμών όχι απλά παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα αλλά παρουσιάζεται και μια αυξητική τάση στις επιχειρήσεις που δηλώνουν πρόθεση αύξησης των τιμών κατά το επόμενο χρονικό διάστημα!

Την ίδια ώρα αρνητικές παραμένουν οι προσδοκίες στο λιανεμπόριο, αλλά και στις υπηρεσίες όπου όμως καταγράφεται μια σχετική ανάκαμψη η οποία συναρτάται με την εξέλιξη της ζήτησης στο επόμενο εξάμηνο, ίσως λόγω της τουριστικής περιόδου. Στη βιομηχανία η απαισιοδοξία φαίνεται να μειώνεται, όμως ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών παραμένει σε αρνητικό επίπεδο.

Πάντως, με βάση δεύτερη έρευνα (Primo-Q), που διενήργησε το ΕΒΕΘ, σε δείγμα 292 επιχειρήσεων, οι σχέσεις τους με τις τράπεζες βαίνουν επιδεινούμενες, ενώ αυξάνεται σταθερά το ποσοστό αυτών που είναι απογοητευμένοι με την αναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης.

Αναλυτικότερα, με βάση πάντα την έρευνα του ΕΒΕΘ, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων του δείγματος (47%) θεωρούν ότι δεν θα προκύψει σημαντική ωφέλεια για τις ίδιες από την υιοθέτηση των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων, έναντι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Ως κύριο παράγοντα πίεσης θεωρούν τη μειωμένη ζήτηση (50%) τα φορολογικά βάρη (22%) τις επισφάλειες (22%) και τα μισθολογικά κόστη (4%). Ωστόσο θεωρούν ως χρησιμότερο μέτρο στήριξης της επιχείρησης την κάθε μορφής επιδότηση του μισθολογικού κόστους (33%) ενώ ακολουθούν τα επιδοτούμενα προγράμματα επενδύσεων (27%) και η επιδότηση επιτοκίου κεφαλαίου κίνησης μέσω του ΤΕΜΠΜΕ (24%), ενώ οι φοροαπαλλαγές επενδυτικών κεφαλαίων βρίσκονται στην τελευταία θέση με 12%.