Πάνω από τα δυο τρίτα των κοραλλιών της Καραϊβικής χάθηκαν τα τελευταία 35 χρόνια και τα μισά από τα κοράλλια που καλύπτουν τον Μεγάλο Κοραλλιογενή ‘Υφαλο στην Αυστραλία, ο οποίος είναι ωστόσο ένα από τα καλύτερα προστατευμένα θαλάσσια οικοσυστήματα του κόσμου, «έχουν πεθάνει» από το 1960, προειδοποίησαν σήμερα περίπου 2.600 ωκεανογράφοι που συναντήθηκαν στο Κερνς της βορειοανατολικής Αυστραλίας, στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμποσίου για τους Κοραλλιογενείς Υφάλους.

Οι επιστήμονες αυτοί, ανάμεσά τους οι διασημότεροι στον τομέα τους, απηύθυναν έκκληση για επείγουσα δράση για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, ώστε να διασωθεί ό,τι έχει απομείνει και υπογράμμισαν ότι απειλείται η επιβίωση δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.

«Κεντρικό πρόβλημα για την ανθρωπότητα» χαρακτήρισε το μέλλον των κοραλλιογενών υφάλων ο Τέρι Χιουτζ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τζέιμς Κουκ.

Σύμφωνα με τον Κουκ, υπερθέρμανση του πλανήτη σημαίνει ότι τα περισσότερα από τα κοράλλια που έχουν απομείνει θα αντιμετωπίσουν θαλάσσιες θερμοκρασίες μεγαλύτερες από αυτές που μπορούν να αντέξουν.

Τα κοράλλια προσφέρουν εργασία και τροφή σε πολλούς κατοίκους παράκτιων περιοχών στον κόσμο, φέρνουν χρήματα μέσω του τουρισμού και αποτελούν ένα είδος φυσικού κυματοθραύστη σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής.

Ο Στίβεν Παλούμπι, του θαλάσσιου σταθμού Χόπκινς στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, υπογράμμισε ότι πρέπει επίσης να επιλυθούν τα προβλήματα που προκαλεί η άναρχη αγροτική ανάπτυξη και οι πρακτικές της εντατικής αλιείας.

Πάνω από το 80% των κοραλλιογενών υφάλων στο «ασιατικό Τρίγωνο των κοραλλιών» απειλούνται άμεσα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η ανάπτυξη των παράκτιων περιοχών, η ρύπανση και η υπεραλιεία.

Το ασιατικό Τρίγωνο περιλαμβάνει την Ινδονησία, τη Μαλαισία, την Παπούα-Νέα Γουινέα, τις Φιλιππίνες, τα νησιά του Σολομώντα και το ανατολικό Τιμόρ. Καλύπτει περίπου το 30% των κοραλλιογενών υφάλων του κόσμου και φιλοξενεί πάνω από 3.000 είδη ψαριών.

Η κοινή έκκληση των 2.600 επισημόνων δεν αποτελεί μια επιπλέον προσπάθεια καταγραφής της κατάστασης, τόνισε ο πρόεδρος της διεθνούς υπηρεσίας μελετών των υφάλων Ρόμπερτ Ρίτσμοντ.

«Η επιστημονική κοινότητα πραγματοποίησε τεράστιες έρευνες που δείχνουν ότι έχουμε πρόβλημα. Σήμερα, είμαστε σαν τους γιατρούς που έχουν διαγνώσει από τι πάσχει ο ασθενής, αλλά δε δίνουν τα κατάλληλα φάρμακα», υπογράμμισε.

«Πρέπει να είμαστε πιο δραστήριοι και να δώσουμε στις δημόσιες αρχές τις ‘συνταγές’ που θα οδηγήσουν στην επιτυχία», κατέληξε ο Ρίτσμοντ.