Την ανάγκη μιας οργανωμένης, καλά μελετημένης προβολή και ανάδειξης του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου επισημαίνει έρευνα του Τμήματος Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του παραρτήματος Καρδίτσας του ΤΕΙ Λάρισας για τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο Φορέας Διαχείρισης του Πάρκου.

Στην έρευνα τονίζεται η σημασία βελτίωσης και πιστοποίησης των υπηρεσιών, ώστε το Πάρκο να γίνει  οικοτουριστικός προορισμός, δηλαδή ποιοτικός τουριστικός προορισμός όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο.

«Έτσι μόνο θα είναι δυνατή η αύξηση του ποσοστού των αλλοδαπών οικοτουριστών, οι οποίοι είναι μεν απαιτητικοί στην ποιότητα των υποδομών, των παρεχόμενων υπηρεσιών αλλά και αποφασισμένοι να τις πληρώσουν, όταν τις ανακαλύψουν», υπογραμμίζει ο Γιώργος Ευθυμίου, καθηγητής στο ΤΕΙ, ο οποίος συμμετείχε στην έρευνα μαζί με τους Γιώργο Ζιώγα και Αντώνη Καραγεώργο.

Στην έρευνα, που διήρκεσε από το φθινόπωρο του 2010 έως την άνοιξη του 2011, συμμετείχαν συνολικά 130 ξενοδόχοι, που αντιπροσωπεύουν τα 2/3 (66%) του συνόλου των ιδιοκτητών τουριστικών καταλυμάτων.

Το 85,4% του δείγματος της έρευνας δήλωσε ότι η επιχείρηση είναι οικογενειακή, ενώ το 14,6% απάντησε αρνητικά. Σε συντριπτική πλειοψηφία (80%), οι ιδιοκτήτες των καταλυμάτων έχουν μόνιμη κατοικία στην έδρα της επιχείρησής τους, ενώ μόνο το 1/5 (20%) κατοικεί σε άλλη περιοχή.

Μόλις στα μισά από τα καταλύματα (49,2%) επιδοτήθηκε η κατασκευή τους από κάποιο πρόγραμμα (Leader, ΟΠΑΑΧ ή άλλο), ενώ το 50,6% δήλωσε ότι δεν έχει ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα. Τα περίπου 2/3 (61%) αυτών δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία (2001-2010), ενώ πριν από μία εικοσαετία υπήρχε μόλις το 14% των σημερινών καταλυμάτων.

Όσον αφορά την πληρότητα των ξενοδοχειακών καταλυμάτων, κατά μήνα, φαίνεται ότι τον Ιανουάριο τα καταλύματα εμφανίζουν πληρότητα- σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες τους- της τάξεως του 25,2%, τον Φεβρουάριο 22%, τον Μάρτιο 22,1%, τον Απρίλιο 24,4%, τον Μάιο καταγράφεται πτώση (12%), όπως και τον Ιούνιο (11,1%), ενώ τον Ιούλιο η πληρότητα «αγγίζει» το 11,5%. Άνοδος σημειώνεται τον Αύγουστο (23,3%), τον Σεπτέμβριο το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 17,6%, τον Οκτώβριο στο 20,4%, τον Νοέμβριο στο 19,9% και τον Δεκέμβριο «σκαρφαλώνει» στο 28,9%.

Η συντριπτική πλειοψηφία των επισκεπτών (89,4%) είναι Έλληνες και μόνο το 10,6% είναι αλλοδαποί. Όσον αφορά τους Έλληνες, το 38% προέρχεται από την περιοχή της Μακεδονίας, το 35% από την Αττική, το 12% από την Ήπειρο, το 8% από τη Θεσσαλία, ενώ το 7% προέρχεται από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οι αλλοδαποί, κατά 28% προέρχονται από τη Γερμανία, το 25% από το Ισραήλ, το 22% από την Ιταλία, το 20% από την Αγγλία και το 5% από άλλες χώρες.

Ένα θετικό στοιχείο, που υποδηλώνει οργανωμένη και δυναμική οικοτουριστική υποδομή στην περιοχή, είναι ότι τα συνεργαζόμενα γραφεία οικοτουρισμού είναι τοπικά (37%), έχουν έδρα το νομό (40,7%) και μόνο το 22,3% είναι εθνικού χαρακτήρα.

Στον αντίποδα, το αποθαρρυντικό είναι ότι το 63,8% των ξενοδοχείων παρέχουν μόνο διαμονή και δεν αξιοποιούν τον φυσικό πλούτο του εθνικού πάρκου, μέσω προβολής και οργάνωσης αποδράσεων στη περιοχή τους για προσέλκυση επισκεπτών.

Τα ξενοδοχειακά καταλύματα, στη συντριπτική πλειοψηφία τους (86,2%), χρησιμοποιούν τοπικά προϊόντα στην κουζίνα τους, σε αντίθεση με το 13,8% που δεν χρησιμοποιεί.

Το Πάρκο, διοικητικά, ανήκει στους Νομούς Γρεβενών και Ιωαννίνων, έχει έκταση περίπου 2.000.000 στρ., η οποία αντιπροσωπεύει το 30% της συνολικής επιφάνειας των δύο νομών.

Στην περιοχή μελέτης περιλαμβάνονται συνολικά 97 κύριοι οικισμοί, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι ορεινοί. Περίπου το 80% των οικισμών που ανήκουν στο Ν. Ιωαννίνων είναι ορεινοί, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ορεινών οικισμών, που ανήκουν στο Ν. Γρεβενών, είναι 50%.

Η περιοχή βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της χώρας και περιλαμβάνει τους ορεινούς όγκους της Τύμφης, του Λύγκα, του Σμόλικα και του Όρλιακα της Βόρειας οροσειράς της Πίνδου.

Η χλωρίδα της Βόρειας Πίνδου περιλαμβάνει περισσότερα από 1100 είδη φυτών, σημαντικό τμήμα των οποίων είναι ενδημικά. Πλούσια είναι και η πανίδα της περιοχής. Έχουν καταγραφεί περί τα 61 είδη θηλαστικών, με κυριότερα την καφέ αρκούδα, το ζαρκάδι, το αγριόγιδο. Η δε ιχθυοπανίδα περιλαμβάνει- μεταξύ άλλων- 20 είδη και υποείδη ψαριών, ενώ έχουν παρατηρηθεί και περίπου 147 είδη ορνιθοπανίδας , από τα οποία 49 είδη κατατάσσονται στα απειλούμενα