Από τις αίθουσες του φεστιβάλ που διοργανώνεται τα τελευταία 37 χρόνια στην όμορφη πόλη της Δράμας έχουν περάσει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα Ελλήνων σκηνοθετών.

Είναι φυσικό λοιπόν κάθε χρονιά το βλέμμα μας να στρέφεται κυρίως στην εγχώρια παραγωγή, από την οποία περιμένουμε να αναδειχτούν τα νέα ταλέντα του ελληνικού σινεμά. Το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας έχει ετοιμάσει, από σήμερα μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου, ένα… σφιχτό ελληνικό πρόγραμμα με 38 ταινίες. Τέσσερις από αυτές («Noir Project» του Γρηγόρη Βαρδαρινού, «Massai» του Χάρη Λαγκούση, «Τρεις αυγουλιέρες παραλίγο τέσσερις» του Κωνσταντίνου Σαμαρά, «The Immortaliser» του Μάριου Πιπερίδη) επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν και στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του, που συμπληρώνει φέτος 20 χρόνια από τη θέσπισή του.

«Noir Project»
Το «Noir Project » του Γρηγόρη Βαρδαρινού, είναι μία ταινία μυθοπλασίας μικρού μήκους που πραγματεύεται την ενδοοικογενειακή βία, ένα δυνατό δράμα χαρακτήρων με έντονο το στοιχείο του σασπένς. Συνδυάζοντας με ιδιαίτερη πρωτοτυπία το animation με τη δράση των ηθοποιών και μέσα από μια ισχυρή αφηγηματική δομή, αποπνέει ελπίδα και αναδύει ένα ισχυρό κοινωνικό μήνυμα θάρρους και επιμονής απέναντι στις δυσκολίες της καθημερινότητας.

Στην ταινία παρακολουθούμε τον 16χρονο Ιάκωβο, ο οποίος αποφασίζει να σώσει τη μητέρα του, από τα νύχια του μέθυσου, χαρτοπαίχτη πατέρα του, που την κακοποιεί συστηματικά. Η ιστορία ξεκινά το βράδυ της μεγάλης απόδρασης, όταν ο Ιάκωβος καταφέρνει να θέσει σε εφαρμογή το προσεκτικά σχεδιασμένο σχέδιο διαφυγής της μητέρας του και του ίδιου από την πατρική εστία.

«Στόχος της ταινίας, πέρα από την καλλιτεχνική της καινοτομία, είναι η δραστηριοποίηση της κοινωνίας απέναντι στην ενδοοικογενειακή βία, η οποία σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, αυξάνεται ραγδαία. Το μήνυμα της είναι αισιόδοξο, προβάλλοντας τη δυνατότητα απόδρασης από τον κύκλο της βίας και παρακινώντας τα «θύματα» να σηκώσουν το ανάστημα τους απέναντι στο δυνάστη τους» αναφέρει στο ΑΠΕ ο Γρηγόρης Βαρδαρινός.

Απόφοιτος του Edinburgh College of Art με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, ο Βαρδαρινός έχει στο βιογραφικό του δύο δημιουργικά ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της ΕΡΤ («Μεχμέτ» 2010, «Κρίτωνας ο Ακροβάτης» 2013).

Όπως αναφέρει ο ίδιος στην ταινία, προσπάθησε να συνδυάσει οργανικά το ρεαλισμό της ελληνικής πραγματικότητας με την ατμόσφαιρα του κλασσικού φιλμ νουάρ του Χόλλυγουντ, όπως ανανεώθηκε μέσα από σύγχρονες ταινίες (πχ.χτο «Sin City»), ακολουθώντας παραπλήσια αισθητική και στο animation.

«Το animation αποτελεί την παράλληλη δράση της ταινίας. Οι χαρακτήρες του, είναι τα alter ego των πρωταγωνιστών.Πρόκειται για το φαντασιακό επίπεδο του πρωταγωνιστή, το οποίο προσπαθούμε να εξετάσουμε προκειμένου να καταλάβουμε πως προσπαθεί να εκτονώσει τη βία που βιώνει με ένα δημιουργικό τρόπο, κάνοντας δηλαδή κόμικς», σημειώνει . Ενώ σε ό,τι αφορά την παραγωγή ταινιών στην Ελλαδα του σήμερα αναφέρει πως είναι μια προσωπική υπόθεση φίλων και συνεργατών.«Η επίσημη Πολιτεία είναι απούσα και αδιάφορη απέναντι μας. Η υλοποίηση της ταινίας με εξάντλησε οικονομικά και ψυχολογικά. Επειδή δεν είχαμε δημόσια χρηματοδότηση ανέλαβα τον διπλό ρόλο του σκηνοθέτη και του παραγωγού για να καταφέρω να γίνει αυτή η ταινία πραγματικότητα. Ένα καίριο δίδαγμα είναι πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει αφενός χρηματοδότηση αφετέρου να είναι διακριτός ο ρόλος του παραγωγού και του σκηνοθέτη», καταλήγει.

«Massai»
Στο «Massai»- την πρώτη μικρού μήκους ταινία του Χάρη Λαγκούση-, ο ήσυχος χώρος αναμονής ενός νοσοκομείου γίνεται πεδίο σύγκρουσης για δύο αδέλφια καθώς περιμένουν την μητέρα τους να βγει από το χειρουργείο.

«Το Massai ήταν το ένατο σε μία σειρά σεναρίων μικρού μήκους που έγραψα σε μία περίοδο δεκαοχτώ μηνών και το πρώτο που βρήκα αρκετά ικανοποιητικό ώστε να προχωρήσω στην υλοποίησή του. Τα προηγούμενα οκτώ σενάρια είχαν λειτουργήσει ως πεδία δοκιμής όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή μεγαλεπήβολα σχέδια, ξύλινοι διάλογοι και απλά κακές ιδέες, και τώρα επιτέλους είχα στα χέρια μου κάτι απλό: μια ιστορία τριών ανθρώπων στον χώρο αναμονής των χειρουργείων ενός νοσοκομείου. Μία ενιαία σκηνή που εκτυλίσσεται σε πραγματικό χρόνο, αποκαλύπτοντας σταδιακά τους χαρακτήρες, τις συνθήκες που τους έφεραν μαζί, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους», εξηγεί ο Χάρης Λαγκούσης που εκτός από σκηνοθέτης, είναι και σκιτσογράφος. Σπούδασε κινηματογράφο στο London Film School, ενώ τα σκίτσα του έχουν παρουσιαστεί σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν εκδοθεί σε πολλές ανθολογίες κόμικς. Είναι επίσης συν-σεναριογράφος της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη «Το Μικρό Ψάρι».

Σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε , ο Λαγκούσης αναφέρει πως είχε τη στήριξη της Faliro House που τον προφύλαξε από όλα τα διαδικαστικά άγχη της παραγωγής καθώς και συνεργάτες που, αν και τους περισσότερους δεν τους γνώριζε προσωπικά, ήταν όλοι πολύ φιλικοί και εξαιρετικοί στη δουλειά τους. Στην ταινία του, ο Σύλλας Τζουμέρκας κρατά τον ρόλο του μικρού αδερφού, ενώ παίζουν επίσης οι Γιούλικα Σκαφιδά, Νίκος Γεωργάκης, Κώστας Ταλλ και Σύρμω Κεκέ.

«Το Massai είναι μία ταινία για τους ανθρώπους, για τους τρόπους που άθελα μας πληγώνουμε ο ένας τον άλλον και το πώς αυτός ο πόνος μας επηρεάζει και μας διαμορφώνει. Η ταινία θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί χωρίς αυτό το σπουδαίο καστ και είμαι ευγνώμων στους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκα. Βλέποντας πάλι την ταινία, για την εκατομμυριοστή φορά, οι ηθοποιοί εξακολουθούν να με κάνουν να πιστεύω πως οι χαρακτήρες αυτοί υπάρχουν, σκέφτονται, νιώθουν, και θα συνεχίσουν να ζουν και μετά το τέλος της ταινίας. Και αν καταφέρω να κάνω το κοινό να πιστέψει το ίδιο, τότε θα έχει πετύχει τον στόχο της», καταλήγει.

«Τρεις αυγουλιέρες παραλίγο τέσσερις»
Ένα μικρό διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου στάθηκε η αφορμή για τον Κωνσταντίνο Σαμαρά για να γυρίσει την ταινία «Τρεις αυγουλιέρες παραλίγο τέσσερις».

Στο μικρού μήκους φιλμ παρακολουθούμε τον κεντρικό ήρωα , τον Χαράλαμπο (τον υποδύεται ο Νίκος Καραθάνος) που αποφασίζει να γεμίσει τον άδειο χρόνο και χώρο του ξεκινώντας μια συλλογή: τυχαία θα καταλήξει στις αυγουλιέρες. Μέχρι που μια μέρα θα διασταυρωθεί με τη Δήμητρα (Αλεξία Καλτσίκη), επίσης μοναχική αλλά φανατική συλλέκτρια. Η σχέση τους θα έχει τη χαρά της ανακάλυψης και τα γερά θεμέλια της κοινής συλλογής. Όμως όλα θα αλλάξουν σε ένα ταξίδι στην επαρχία, όπου το ζευγάρι θα έρθει αντιμέτωπο με έναν πρωτόγνωρο πειρασμό.

«Συγκινήθηκα βαθιά από αυτό το μικρό διήγημα. Προσπαθώντας να καταλάβω γιατί, άρχισα να το αναπτύσσω ως σενάριο, ενίοτε και να το προδίδω. Νομίζω ότι, η μόνη δυνατή απάντηση στην ερώτηση «γιατί ασχολούμαι με το τάδε ή το δείνα θέμα;» είναι η ίδια η ταινία», λέει ο Κωνσταντίνος Σαμαράς προσθέτοντας πως σε ό,τι αφορά στο δημιουργικό κομμάτι της ταινίας, προσπάθησε «να κατασκευάσει έναν κόσμο. Και να είναι ανοιχτός και γενναιόδωρος. Ως προς τη σύστασή του εννοώ, διότι εντός του μπορεί να συμβαίνει οτιδήποτε».

Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την διάρκεια δημιουργίας της ταινίας είναι αναρίθμητες. Όμως εκείνος προτιμά να κρατήσει το πώς οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκε τις έκαναν να μοιάζουν μικρότερες. Πρόκειται για την 4η μικρού μήκους ταινία του. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος όμως, δεν τον ενδιαφέρει αυτό το είδος. «Ανυπομονώ να το αφήσω πίσω μου. Οι μόνες μικρού μήκους που συμπαθώ είναι αυτές που μοιάζουν με ολοκληρωμένες ταινίες σχετικά μικρής διάρκειας. Δηλαδή ελάχιστες», αναφέρει.

Σε ό,τι αφορά τη συνεργασία του με γνωστούς ηθοποιούς όπως ο Ν. Καραθάνος, η Α. Καλτσίκη και ο Χ. Φραγκούλης, ο ίδιος λέει πως ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός από αυτούς, αφού θεωρεί ότι η ψυχή της ταινίας κρίνεται στην παραμικρή τους κίνηση ή μορφασμό. Γι’ αυτό και δίνει τεράστια σημασία ακόμα και στον ρόλο που διαρκεί μόλις μερικά δευτερόλεπτα. «Υπήρξε λοιπόν τεράστια η απόλαυση να δουλεύω με ηθοποιούς-βιολιά, τόσο ευαίσθητους και δοτικούς».

Όσο για τα σχέδιά του για το μέλλον; «Να μην πάθω ασφυξία. Και να δώσω ένα χέρι σε κάποιους με την ίδια αγωνία».

«The Immortalizer»
Το «The Immortalizer» του Μάριου Πιπερίδη μας μεταφέρει στην Κύπρο του 1878. Ένας άνθρωπος, θρηνώντας την τραγική μοίρα της κόρης του, ταξιδεύει μέσα στη νύχτα αναζητώντας τον άνθρωπο που πιστεύει πως μπορεί να την κρατήσει ζωντανή.

«Η ιδέα της ταινίας προέκυψε μέσα από κάποια έρευνα που έκανα για εκείνη την εποχή, όπου οι άνθρωποι τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο και μέσο να “κρατήσουν τους αγαπημένους τους ζωντανούς”» αναφέρει ο Μάριος Πιπερίδης, τονίζοντας πως στόχος του -όσον αφορά το δημιουργικό κομμάτι- ήταν να αφηγηθεί μια ιστορία όσο πιο καλά γίνεται.

Πρόκειται για την πρώτη μικρού μήκους ταινία του και για την μοναδική κυπριακή συμμετοχή στο Διεθνές τμήμα του φεστιβάλ. «Το βρίσκω μεγάλη πρόκληση να μπορείς μέσα σε λίγα λεπτά να αφηγηθείς μια ιστορία και να αναπτύξεις ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Αναμφίβολα είναι και ένα δείγμα δουλειάς για να μπορέσεις σαν δημιουργός να προχωρήσεις σε μεγάλου μήκους ταινίες. Το ότι μια κυπριακή ταινία μπορεί να διαγωνιστεί δίπλα σε ελληνικές και διεθνές παραγωγές είναι εξαιρετικά σημαντικό. Είναι πραγματικά μεγάλη τιμή για μένα που η ταινία έχει επιλεγεί ανάμεσα σε τόσες άλλες παραγωγές» δηλώνει.

Σε ό,τι αφορά την οργάνωση και τις απαιτήσεις της παραγωγής, ο ίδιος λέει πως «ήταν αρκετά δύσκολες αφού η ταινία είναι εποχής και ο χώροι όπου μπορούσαμε να γυρίσουμε πολύ περιορισμένοι και με ιδιαιτερότητες. Επίσης είχαμε νυχτερινά γυρίσματα με βροχή, γυρίσματα σε αρχαιολογικούς χώρους και διάφορες ορεινές περιοχές της Κύπρου, ενώ σχεδόν όλοι οι διάλογοι είναι στα τούρκικα. Ευτυχώς είχα δίπλα μου εξαιρετικούς ηθοποιούς και ένα καταπληκτικό συνεργείο που με στήριξαν σε κάθε βήμα. Στο οικονομικό κομμάτι είχα την στήριξη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου και του SEE Cinema Network. Επίσης είχα την στήριξη της Seahorse Films και Fullmoon Productions σε μηχανήματα και υπηρεσίες».

Για τον ίδιο- που εκτός από τη σκηνοθεσία, ασχολείται και με την παραγωγή ταινιών -το να κάνεις σινεμά σήμερα είναι πιο εύκολο από ότι παλαιότερα. «Αυτό που χρειάζεται είναι πολύ αγάπη και πάθος για αυτό που κάνεις».