Σε ένα κάποιο δρόμο, μιας κάποιας πόλης, ένα αυτοκίνητο είναι σταματημένο σε φανάρι. Ο οδηγός του περιμένει υπομονετικά να ανάψει πράσινο. Ξαφνικά, σ’ ένα κλείσιμο των ματιών, διαπιστώνει πως δεν βλέπει τίποτα παρά μόνο ένα απέραντο λευκό. Τα χρώματα έχουν χαθεί, το ίδιο και οι σκιές. Λευκό, μόνο λευκό και ούτε υποψία άλλου χρώματος. Έντρομος, ζητά βοήθεια από τους ανθρώπους που βρίσκονται τριγύρω. Με τη συνοδεία ενός νεαρού, ο οποίος στη συνέχεια του κλέβει το αυτοκίνητο, φτάνει στο σπίτι του. Το ίδιο απόγευμα επισκέπτεται έναν οφθαλμίατρο. Η τύφλωση είναι γεγονός και η αιτία άγνωστη. Είναι ο πρώτος, τον ίδιο «δρόμο» ακολουθούν κι άλλοι…

Στην πόλη, δίχως όνομα, το σκηνικό ανατρέπεται σταδιακά. Η τυφλότητα πλήττει τον έναν μετά τον άλλον και η κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με μία παράξενη, πρωτοφανή και ανεξήγητη επιδημία. Για το καλό της κοινωνίας η αντίδραση οφείλει να είναι άμεση. Τα τυφλά άτομα πρέπει να μπουν σε καραντίνα και να απομονωθούν σε ένα απομακρυσμένο άσυλο.

Οι ασθενείς μεταφέρονται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο με εντολή της κυβέρνησης. Ακόμα κι αυτό το μέτρο όμως δεν είναι ικανό να σταματήσει την πανδημία, τα κρούσματα δεν σταματούν να αυξάνουν και οι τρόφιμοι πληθαίνουν μέρα με τη μέρα. Καθημερινά καταφθάνουν στο άσυλο δεκάδες άτομα και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι τυφλοί δημιουργούν μια μικρογραφία της κοινωνίας.

Ο στρατός που φυλάει το παλιό νοσοκομείο πυροβολεί όποιον, έστω και από λάθος, φτάνει στην έξοδο. Όσο τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται, εντός των ορίων του κτιρίου η απογύμνωση της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας ξεδιπλώνεται γλαφυρά και απερίφραστα στα μάτια όλων.

Η απελπισία και ο πόνος για την κατάστασή τους άλλοτε μετατρέπονται σε συμπόνια και βοήθεια προς το συνάνθρωπο, και άλλοτε αποτελούν την τέλεια δικαιολογία να κάθε είδους κτηνωδία. Το άσυλο μετατρέπεται σταδιακά σε ένα σιωπηλό πεδίο μάχης, μέχρι τη στιγμή που ένα όπλο καταφέρνει να περάσει τα φρουρούμενα σύνορά του, αναδιαμορφώνοντας τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες και τοποθετώντας στο επίκεντρο παιχνίδια εξουσίας, υποταγής και χειραγώγησης.

Η τροφή της κυβέρνησης πηγαίνει μόνο σε λίγους, το νερό το ίδιο, και σε μία από τις ανατριχιαστικότερες σκηνές στη σύγχρονη λογοτεχνία, οι έχοντες τα όπλα βιάζουνε τις γυναίκες του ασύλου. Όπως ήταν αναμενόμενο οι πρώτοι θάνατοι δεν αργούν να φανούν το ίδιο και η αντίδραση από φιλήσυχους, μέχρι πρότινος, ανθρώπους.

Η κοινωνία αρχίζει να επανοργανώνεται στη πιο πρωτόγονη μορφή της βάσει του δικαίου του πιο ισχυρού. Ο νόμος, ο πολιτισμός και οι αξίες που αποτελούσαν αυτονόητο κεκτημένο πριν την επέλαση της ασθενείας υπαναχωρούν μπροστά στις νέες συνθήκες, και ολοκληρωτικά φαινόμενα άγριας σκληρότητας και απογύμνωσης από καθετί ανθρώπινο επιβάλλονται ως καθημερινότητα. Τα πιο άγρια ένστικτα ξυπνούν.

Ο πρώτος τυφλός, η γυναίκα του, μια κοπέλα με σκούρα γυαλιά, ένα παιδί με στραβισμό, ένας γέρος με μια καλύπτρα στο μάτι, ο γιατρός και η γυναίκα του, που όλως παραδόξως δεν έχει τυφλωθεί, παρ’ όλη τη στέρηση της τροφής, τη βρωμιά, την κακοποίηση και τον εξευτελισμό, επιβιώνουν και κάποια στιγμή δραπετεύουν από το άσυλο με προορισμό την πόλη.

Κι εκεί όμως η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη και ο τρόμος κυριεύει. Η πανδημία έχει αφανίσει ακόμα και την κυβέρνηση κι ο νόμος των όπλων έχει εγκατασταθεί για τα καλά στην πόλη. Τροφή και στέγη εξασφαλίζονται με αθέμιτα μέσα και η τύχη των δραπετών εξαρτάται και επαφίεται μονάχα στην ενότητα της ομάδας και στην διατήρηση της ανθρωπιάς. Χωρίς καμία καθοδήγηση, η ομάδα των τυφλών καλείται να επιβιώσει στο χάος ενεργοποιώντας την εμπιστοσύνη και την αλληλοβοήθεια σε έναν κόσμο που τις έχει οριστικά απωλέσει. Τίποτα δεν λειτουργεί πλέον. Δεν υπάρχει ύδρευση, ηλεκτρισμός, τρόφιμα. Η μόνη επιδίωξη είναι η επιβίωση. Σκύλοι και άνθρωποι τρώνε πτώματα και η αποπνικτική ατμόσφαιρα έχει εγκατασταθεί για τα καλά σε κάθε γωνιά της πόλης δίχως όνομα.

Στο Περί τυφλότητας του Ζοζέ Σαραμάγκου καταφέρνει μέσα από την ιστορία της ανώνυμης πόλης και των ανώνυμων ηρώων να αποδώσει σε όλο του το μεγαλείο την αποκτήνωση και μεταστροφή του ανθρώπου από έλλογο ον σε υποταγμένο το οποίο υπακούει τους νόμους της ζούγκλας, και μάλιστα με μια γραφή κυνική και με ένα μαύρο χιούμορ που τόσο έχει σκανδαλίσει την Εκκλησία και πολλούς λόγιους.

Η μακρόσυρτες προτάσεις, η γραφή χωρίς ανάσα, το ανακάτεμα των διαλόγων βαφτίζουν τον αναγνώστη στο σύμπαν του ιδιαίτερου Πορτογάλου συγγραφέα και τον κάνουν κοινωνό μιας ιστορίας τόσο απίθανης όσο και αληθινής, που έχει ουκ ολίγες φορές ενσαρκωθεί σε μικρότερη κλίμακα σε αυτό τον πλανήτη. Οι πράοι συνετοί και ευγενικοί μεταβάλλονται σε δειλούς, σκλάβους, βιαστές και δολοφόνους χωρίς καν να χρειάζεται να μεσολαβήσει ένας πόλεμος.

Γραμμένο το 1995, το Περί τυφλότητος αποτελεί το κορυφαίο έργο του πορτογάλου αθεϊστή συγγραφέα που τιμήθηκε με νόμπελ λογοτεχνίας το 1998 και αποτέλεσε μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Γιος και εγγονός ακτημόνων εργατών, όπως μας είχε συστηθεί, ο πολυγραφότατος αυτός μαρξιστής συγγραφέας, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για τη ζωή και την ιδεολογία του όσο και την ιδιότυπη γραφή και την ανατρεπτική, βαθιά πολιτική και φιλοσοφική θεματολογία του.

Γεννημένος το 1922, ο Ζοζέ Πιεδάδ (Piedade), όπως είναι το πραγματικό του όνομα – το Σαραμάγκου (Saramago) είναι το όνομα ενός άγριου ραδικιού που υπήρξε παρατσούκλι του πατέρα του που προστέθηκε από λάθος στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του – καταπιάστηκε με κάθε λογής επαγγέλματα μέχρι να καταλήξει στη συγγραφή μιας σειράς εξαιρετικών μυθιστορημάτων.

Εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων για δυο χρόνια, ως μεταφραστής και αργότερα ως δημοσιογράφος. Εγκατέλειψε τη θέση του βοηθού αρχισυντάκτη με τα πολιτικά γεγονότα του 1975. Εργάστηκε για λίγο ακόμα ως μεταφραστής και τελικά επιδόθηκε με ζήλο στη συγγραφή.

Τα πιο χαρακτηριστικά του μυθιστορήματα είναι η τοιχογραφία της πορτογαλικής κοινωνίας στο «Φωταγωγό,» η αλληγορική προσέγγιση του καπιταλιστικού συστήματος και της παγκοσμιοποίησης στη «Σπηλιά», η βιτριολική ανορθόδοξη ανασκόπηση της βιβλικής ιστορίας στον «Κάιν», η προεπισκόπηση μιας κοινωνίας που αυτοοργανώνεται ύστερα από τα υψηλά ποσοστά λευκού στις εκλογές στο «Περί φωτίσεως», η αντιδογματική προσέγγιση της Καινής Διαθήκης στο «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο».

Εξαιτίας μάλιστα του τελευταίου, ο συγγραφέας ήρθε σε ρήξη με την πορτογαλική εκκλησία και εγκατέλειψε πικραμένος την Πορτογαλία για το νησί Λανθαρότε, αφού υπό την επιρροή της εκκλησίας η πορτογαλική κυβέρνηση απέρριψε την υποψηφιότητα του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας.


Γκράφιτι στους δρόμους της Πορτογαλίας με τον συγγραφέα και την δεύτερη σύζυγό του

Υπήρξε εγγεγραμμένος στο κομμουνιστικό κόμμα της Πορτογαλίας, ανέπτυξε παράνομη αντικαθεστωτική δράση κατά τα χρόνια της δικτατορίας του Σαλαζάρ, ενώ μεταγενέστερα ενεπλάκη με τη σύγχρονη πολιτική καταγγέλλοντας με δριμύ τρόπο την παντοδυναμία των τραπεζών, τη δράση του ΔΝΤ, το καπιταλιστικό σύστημα και τον ακραιφνή φιλελευθερισμό.

«Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…», διακήρυσσε.

Το Περί τυφλότητος ακροβατεί μεταξύ φιλοσοφικού δοκιμίου, λογοτεχνίας του φανταστικού και πολιτικής αλληγορίας καταγράφοντας μια εφιαλτική ιστορία που καταφέρνει να μεταδώσει την αναγνωστική φρίκη. Μια κριτική στα ολοκληρωτικά συστήματα, μια σπουδή στην ανθρώπινη φύση και τη ψυχολογία των μαζών, μια πολιτική αλληγορία για την σταδιακή τύφλωση της κοινωνίας, ή και μια μελέτη πάνω στην οργάνωση μιας κοινωνίας tabula rasa. Όπως και να προσλάβει κανείς όμως το Περί τυφλότητος, αξίζει σε κάθε περίπτωση την προσοχή και το στοχασμό.


Σκίτσο του συγγραφέα του Paulo Araujo

Άλλωστε όπως είχε δηλώσει κι ο ίδιος ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας σε συνέντευξή του: «Οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, για να συμβεί όμως αυτό πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να ειπωθούν. Όχι όμως μόνο να ειπωθούν αλλά και να πέσουν σε γόνιμο έδαφος ώστε να μετατραπούν σε κινητήρα δράσης […] ο μόνος λόγος που έχω για να ζω: τη συνείδηση του ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ένας κόσμος καλός, το αντίθετο, και ότι είναι ανάγκη να τον αλλάξουμε»….

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»