«Ο εκδότης μου ισχυρίζεται ότι θα ‘ταν καλό και για μένα και για κείνον να εξηγήσω γιατί και πώς έγραψα αυτό το βιβλίο, ποιος ήταν ο σκοπός και ποια τα μέσα μου, ο στόχος μου και η μέθοδός μου… Αλλά αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά τα πράγματα, δεν είναι φανερό ότι πρόκειται για μια άσκοπη εργασία; Φοβάμαι μήπως γελοιοποιηθώ θέλοντας να κάνω τον λαό να καταλάβει ένα έργο τέχνης, και φοβάμαι ακόμα μήπως σ’ αυτό το πεδίο φανώ όμοιος μ’ αυτούς τους ουτοπιστές, που θέλουν μ’ ένα διάταγμα να κάνουν μεμιάς όλους τους Γάλλους πλούσιους κι ενάρετους…

Οδηγεί κανείς τα πλήθη στο εργαστήρι της ράφτρας ή του διακοσμητή ή στο καμαρίνι του ηθοποιού; Δείχνει κανείς στο κοινό, ξετρελαμένο σήμερα, αδιάφορο αύριο, τον μηχανισμό των τεχνασμάτων; Του εξηγεί κανείς τις τελειοποιήσεις και τις απρόβλεπτες παραλλαγές στις πρόβες, και σε ποια αναλογία το ένστικτο και η ειλικρίνεια είναι ανακατεμένα με το κοκκινάδι και τον απαραίτητο τσαρλατανισμό στο κράμα της παράστασης; Του δείχνουν τα κουρέλια, τα φτιασίδια, τις τροχαλίες, τις αλυσίδες, τις διορθώσεις, τα μουντζουρωμένα χειρόγραφα, με δυο λόγια όλες τις ασχήμιες που συνθέτουν το άδυτο της τέχνης;

Αυτό το βιβλίο, ουσιαστικά άχρηστο και τέλεια αθώο, έγινε με μοναδικό σκοπό να με διασκεδάσει και ν’ ασκήσει το πάθος μου για τη δυσκολία.

Κάποιοι μου είπαν πως αυτά τα ποιήματα μπορούσαν να κάνουν κακό. Αυτό δεν με χαροποίησε. Άλλοι, καλόψυχοι, μου είπαν ότι μπορούσαν να κάνουν καλό. Κι αυτό δεν με πίκρανε. Ο φόβος των πρώτων κι η ελπίδα των δεύτερων με ξάφνιασαν το ίδιο και ήταν μια ακόμη απόδειξη για μένα ότι αυτός ο αιώνας είχε ξεχάσει όλες τις κλασικές έννοιες που αφορούν τη λογοτεχνία».

Τα λόγια αυτά επιλέγει να γράψει στον πρόλογο του βιβλίου του ο ποιητής που συνέδεσε το όνομά του με την πιο καθοριστική στιγμή της νεωτερικότητας στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης, που κατέρριψε την παράδοση και ό,τι μέχρι στιγμής ήταν αποδεκτό ως αξία και τόλμησε να προτιμήσει αντί του ετοιμοπαράδοτου Καλού το υπό κατασκευήν Κακό.

Αυτός ήταν ο Σαρλ Μπωντλαίρ, που γεννήθηκε στο Παρίσι το 1821, πρόλαβε να ζήσει μόνο μέχρι τα 46 του χρόνια, και λίγο πριν πεθάνει όταν είχε προσβληθεί από ημιπληγία κι ενώ δυσκολευόταν να μιλήσει πρόφερε μόνο τρεις λέξεις, επιβεβαιώνοντας ακόμα μια φορά πως υπήρξε μια σκιά της ανθρώπινης μοίρας, της τόσο καθημερινά σπαρακτικής, καμωμένης από αθλιότητα και πνευματικότητα συνάμα. «Όχι, … το Θεό σου!».

«Ράτσα του Άβελ, τρώγε, πίνε και κοιμού, ευάρεστα χαμογελά σου ο Κύριος
Ράτσα του Κάιν, στον κόπρο σου απάνω έρπε και ψόφα μέσα στη φτώχεια.
Ρατσα του Άβελ, η δική σου θυσία του Σεραφείμ τη μύτη γαργαλά!
Ράτσα του Κάιν τα βάσανά σου θα’ χουν ποτέ τελειωμό;
Ράτσα του Άβελ αυγαταίνουν, δες, τα ζωντανά που τρέφεις κι η σπορά.
Ράτσα του Κάιν, τα σωθικά σου την πείνα ουρλιάζουν, γέρικα σκυλιά[…]».


Σχέδιο προμετωπίδας για τα Άνθη του Κακού το οποίο απέρριψε ο Μπωντλαίρ

Δημοσιεύοντας εν έτει 1857, τα «Άνθη του κακού» («Fleurs du mal»), ο Μπωντλαίρ τινάζει στον αέρα, όχι μόνο την παράδοση, αλλά και οτιδήποτε γίνεται αποδεκτό στα μέσα του 19ου αιώνα ως πολιτική, κοινωνική, ηθική και θρησκευτική αξία και μετατρέπεται σε εισηγητή ενός καινούργιου, αδιανόητου για την εποχή, λογοτεχνικού είδους : η αγαπημένη σήμερα ποιητική πρόζα γνωρίζει στη γραφίδα του μερικές από τις ευτυχέστερες στιγμές της.

Από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας τους, τα «Άνθη του κακού», προκαλούν έκρηξη στους λογοτεχνικούς κύκλους, κι όχι μόνο, αφού θεμελιώνουν ένα εκτυφλωτικό χάος. Η ευνομία και η τάξη, τα υψηλά αισθήματα, τα πολιτικά ιδανικά, η ηθική των χριστιανών, η σεμνοτυφία των πιστών γκρεμίζονται και στη θέση τους προβάλλεται η παρακμή, η διαμονολογία (ο Σατανάς ενδύεται τη στολή του πρίγκιπα της εξορίας σαν ένας προδομένος Θεός) και ένας άκρατος ερωτισμός.

«Μάνα την μνήμης, ερωμένων ω ερωμένη!
Ω εσύ απόλαυσή μου πάσα, έγνοια μόνη μου εσύ!
Θυμήσου των χαδιών την άφατη ομορφιά, τη γλύκα της φωτιάς, του απόσπερου τη γεύση,
Μάνα της μνήμης ερωμένων ω ερωμένη!
Τα βράδια, που τα φώτιζε της θράκας μας η φλόγα,
τα βράδια στο μπαλκόνι, ρόδινη ντυμένα πάχνη.
Πόσο γλυκός ο κόρφος σου! Πόσο καλή η καρδιά σου!
Πόσες φορές αθάνατα τα λόγια έχουμε ειπωμένα,
Τα βράδια που τα φώτιζε της θράκας μας η φλόγα[…]»


Σκίτσο του Μπωντλαίρ

Στους στίχους του ελλοχεύει μια επίμονη προβολή της παρακμής. Εξυμνεί την τρέλα των παραισθητικών ουσιών, αποθεώνει τη βία και λατρεύει τη δύναμη του σκοταδιού και της Κόλασης, ταυτίζοντας την αγριότητα της έκφρασης με την «ουράνια ομορφιά». Υποκλίνεται στο θάνατο, διακηρύσσει τη χαρά της λησμονιάς, της παραίτησης, και αγαπημένη του μούσα χρίζει την πλήξη

«ΑΛΛΟΙ! Ω! Θάνατε ‘συ, μόνη παρηγοριά!
Εσύ κάνεις να ζούμε,
Σκοπός της ζωής , κι η μόνη ελπίδα, που μας εξάπτεις, μας μεθάς ως ελιξίριο.
Και δίνεις μας καρδιά να περπατήσουμε ως το βράδυ.
Στη θύελλα στον παγετό, στο χιόνι,
Το πάλλον είσαι φως στο μαύρο ορίζοντά μας,
το χάνι είσαι το ξακουστό, γραμμένο στα βιβλία,
κι όπου μπορεί κανείς να πιει, να φάει, να ξαποστάσει[…]»

Ο ποιητής ξέρει πως ο κόσμος που φτιάχνει δεν ανήκει στη φύση, είναι ένα τεχνητό εξεζητημένο σύμπαν κατασκευασμένο με σαρκασμό και ειρωνεία και απρόβλεπτους πρωταγωνιστές: πόρνες, εγκληματίες, ρακοσυλλέκτες, πλάνητες, φιλήδονους εστέτ, αποτυχημένους καλλιτέχνες, πρόσωπα εκκεντρικά ή παραβατικά, αποκλεισμένα από το αστικό κατεστημένο που αποτελούν όμως οργανικό μέρος της ωυχτερινής καθημερινότητάς του. Με αιχμηρότητα κατασκευάζει την υπέρτατη μυθοπλασία, μια κορυφαία εκδήλωση δανδισμού, με πομπώδη περιφρόνηση για την πνευματική και κοινωνική αγωγή του πλήθους, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα μια ρομαντική πρωτοπορία.


Ο Μπωντλαίρ υπό την επήρεια του χασίς, σκίτσο του ιδίου.

Ίσως προβάλλει κι έναν πρωτογενή χριστιανισμό, αφού όπως σημειώνει ο Τ.Σ. Έλιοτ «η απέχθεια για την αδυναμία των άλλων να υπερβούν το εγώ τους και να διακρίνουν το καλό δεν αποκλείεται να οδηγεί σε μιαν ελεύθερη, απαλλαγμένη από τον οιονδήποτε προκαθορισμό θρησκευτική αναζήτηση».

Η ηδονή χωρίς άμφια, η θανατοφιλία, η αγάπη για το επινοημένο, το όραμα του απραγματοποίητου, η ανείπωτη έξαρση της σάρκας, το μίσος για την επανάληψη και την κοινοτοπία, η ευεργετική επίδραση της λήθης, είναι στοιχεία παρόντα σε κάθε στίχο ικανά να αιφνιδιάσουν.

Στην ουσία, βέβαια, αυτός είναι ο δικός του τρόπος να καταγγείλει την τάξη ενός κόσμου που αξιώνει να επιβάλει στον άνθρωπο κανόνες και νόμους που αυτός ο ίδιος δεν έχει ελεύθερα επιλέξει, και οι οποίοι δεν σέβονται ούτε την πνευματική του ακεραιότητα ούτε την ανάγκη του για αξιοπρέπεια.

«Θέλω να κάνω να νιώθουν, θα γράψει στη μητέρα του, ότι νιώθω ξένος στον κόσμο αυτόν και τις λατρείες του».

Οι κατάρες του, που μαστιγώνουν την κοινωνία και τους λακέδες της, δεν είναι άσκοποι λογοτεχνικοί θυμοί, κλείνουν μέσα τους την απέλπιδα ευγένεια της άρνησης. Γι’ αυτό το θέμα του κακού γίνεται το επίκεντρο της προβληματικής του, το ίδιο όπως και το θέμα του Ωραίου -όπως και το ωραίο, το κακό πραγματώνεται πρώτα πρώτα ενάντια σε ό,τι υπάρχει.


Πρωτοσέλιδο των Άνθεων του Κακού, διορθωμένο από τον ποιητή

Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, η ποίηση καλείται, όχι μόνο να επαναστατήσει ενάντια στη μέχρι τότε θεσπισμένη ταυτότητά της, αλλά και να αναστατώσει και να ξεθεμελιώσει τον κοινωνικοπολιτικό της περίγυρο. Και το σίγουρο είναι πως ό,τι κι αν είναι τα «Άνθη του κακού», τα απαγορευμένα αυτά ποιήματα, πάνω από όλα κυριεύονται από μια αιχμηρότητα και μια πυκνότητα ακέραια μέχρι τις μέρες μας.

Όταν κυκλοφορούν για πρώτη φορά τα απαγορευμένα ποιήματα, που ο Μπωντλαίρ είχε αρχίσει να γράφει από τα 22 του χρόνια υπό τον τίτλο τα «Άνθη του κακού», – ο ποιητής βρίσκει επιτέλους εκδότη στο πρόσωπο του Πουλέ Μαλασσί, και ως τον θάνατό του μένουν αλληλέγγυα δεμένοι ο ένας με τον άλλον – το βιβλίο καταγγέλλεται ως σκανδαλώδες από τον Γκυστάβ Μπουρντέν στη Φιγκαρό και επισημαίνεται στη δικαιοσύνη.

Τα δικαστήρια καταδικάζουν ποιητή και εκδότη, επιβάλλουν αυστηρές χρηματικές ποινές και απαγορεύουν έξι ποιήματα («Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες – Δελφίνη και Ιππολύτη», «Η Λήθη», «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «Τα Κοσμήματα», «Οι μεταμορφώσεις της Λάμνιας»). Θα χρειαστεί να περάσει σχεδόν μια εκατονταετία ώσπου τα ποιήματα αυτά να ξαναδούν το φως της δημοσιότητας – το 1949 γίνεται αναθεώρηση της δίκης.

Την ίδια περίοδο ο Βίκτωρ Ουγκώ θα του γράψει:

«Λάβατε μόλις προ ολίγου μια από τις σπάνιες διακρίσεις που το σημερινό καθεστώς μπορεί να απονείμει. Αυτό που ονομάζει Δικαιοσύνη του, σας καταδίκασε εν ονόματι αυτού που αποκαλεί Ηθική του. Είναι ένας επιπλέον στέφανος. Σας σφίγγω το χέρι Ποιητή».

Ο ίδιος ο Μπωντλαίρ, στην τρίτη έκδοση των «Fleurs du mal», το 1868, την οποία δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη, γράφει ως εισαγωγικό το ποίημα
«Επιγραφή σ’ ένα βιβλίο καταδικασμένο»

«Ειρηνικέ αναγνώστη, φυσιολάτρη,
αυτό το βέβηλο, πικρό βιβλίο
το λέω της μελαγχολίας μνημείο.
Ανθρωπε του καλού, άσ’ το στην άκρη.
Ρητορική αν δεν πήγες να σπουδάσεις
στου Σατανά το σκοτεινό σχολείο,
δε θα αντιληφθείς ούτε σημείο,
μπορεί και υστερικό να με ονομάσεις.
Αν, δίχως να χαθείς στη γοητεία,
την άβυσσο κοιτάζεις με ηρεμία,
έλα και διάβασε κι αγάπησέ με,
παράξενη ψυχή, που αναστενάζεις
και στον παράδεισο ψάχνεις να φτάσεις,
λυπήσου με!…
Αλλιώς, σε καταριέμαι!…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»