«Ο Γκουστάβ Άχενμπαχ, ή φον Άχενμπαχ, όπως ακουγόταν επίσημα το όνομά του μετά την πεντηκοστή επέτειο των γενεθλίων του , κάποιο ανοιξιάτικο απόγευμα του έτους 19…, που επί μήνες έδειχνε μια τόσον επικίνδυνα απειλητική όψη στην ήπειρό μας, βγήκε από το σπίτι του, επί της οδού Πριντσρεγκεντεντστρασσε, στο Μόναχο, για να κάμη μόνος του έναν αρκετά μακρύ περίπατο… Εκνευρισμένος από την δύσκολη κι επικίνδυνη, καθώς τώρα ίσα ίσα απαιτούσε τη μεγαλύτερη προσοχή, περίσκεψη, διεισδυτικότητα κι ακρίβεια θέλησης, εργασία των πρωινών ωρών, ο συγγραφέας δεν είχε μπορέσει να σταματήσει την ορμή του δημιουργικού του μηχανισμού, εκείνο το “Motus animi continus”, που συνιστά κατά τον Κικέρωνα την ευγλωττία, ακόμα κι ύστερα από το μεσημεριάτικο φαγητό, μήτε και του ήρθε το ανακουφιστικό μισοΰπνι, που του είχε γίνει τόσο απαραίτητο καθημερινά, με τηνπροοδευτική φθορά των δυνάμεών του. Έτσι, για λίγο ύστερα από την ώρα του τσαγιού αποφάσισε να ωγη έξω, με την ελπίδα πως ο αέρας και η κίνηση θα τον φρεσκάριζαν και θα τον βοηθούσαν να κάμη αποδοτικώτερη δουλειά το βράδι  […]»

Κατά τη διάρκεια αυτής της βόλτας, ο Άχενμπαχ, ο πετυχημένος συγγραφέας, ανάμεσα στους λοιπούς περαστικούς της πόλης, παρατηρεί κι έναν ξένο, έναν ξένο του οποίου η ταξιδιωτική εμφάνιση του γεννά μια επιθυμία ταξιδιού που τον κυριεύει κεραυνόπληκτα με τέτοιο πάθος και έξαρση σαν παραίσθηση…Η επιθυμία γίνεται οραματική και η φαντασία του αρχίσει να τριγυρνά στα θαύματα και στα άφθονα θεάματα του γήινου πλανήτη.

«Τα ταξίδια από τότε τουλάχιστον που του είχαν δοθεί τα μέσα για να μπορεί να επωφεληθεί  και να χαρεί όπως θα ήθελε την επικοινωνία με τον κόσμο, δεν τα έβλεπε παρά μόνο σαν ένα μέτρο υγιεινής, που έπρεπε πότε πότε να τα καταπιάνεται, κι ας μην τα αγαπούσε, κι ας μην ένιωθε καμία κλίση γι’ αυτά. Εξαιρετικά απασχολημένος με τα καθήκοντα που του επέβαλλαν το εγώ του και η ευρωπαϊκή του ψυχή, εξαιρετικά βαρυμένος από τις συγγραφικές του υποχρεώσεις, πολύ λίγο επιρρεπής στις διασκεδάσεις που θα τον έκαναν να γευθεί ερασιτεχνικά τον ποικίλο εξωτερικό κόσμο, ίσαμε με εκείνη την στιγμή, είχεν ολοσδιόλου αρκεστεί στην ιδέα που μπορεί να σχηματίσει κανείς, χωρίς να κάνει ένα βήμα έξω από τον κύκλο του…»

Μόνο που εκείνη την στιγμή, που η ζωή του συγγραφέα ήρωα άρχιζε να πηγαίνει σιγά σιγά προς τη δύση της, η επιθυμία αλλάζει και κάπως έτσι η παίρνεται η απόφαση για να ξεκινήσει το ταξίδι στη Βενετία, με ξεναγό τον Τόμας Μαν. Ο φον Άσενμπαχ, στην ώριμη ηλικία των 50, είναι, εκτός από γόνος εύπορης και μορφωμένης οικογένειας και πετυχημένος συγγραφέας. Ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ την διασκέδαση με τους έξαλλους κανόνες της πρώτης νιότης. Προτίμησε να παραμείνει σκλάβος του πνεύματος και να αφοσιωθεί σε αυτό. Φτάνοντας όμως στην πόλη των διακοπών του, τη θρυλική Βενετία, ακολουθεί τα βήματα ενός χορού που θα τον οδηγήσει από την ανακάλυψη της ομορφιάς στο πρόσωπο ενός δεκατετράχρονου Πολωνού που μένει με την οικογένειά του στο ίδιο ξενοδοχείο με αυτόν.

Όταν ο διάσημος συγγραφέας με τον χαρακτηριστικό αυθορμητισμό του, ταξιδεύει στη Βενετία, η προσοχή του προσηλώνεται στον Τάζιο, σε αυτό το νεαρό αγόρι με τα ξανθά κυματιστά μαλλιά και την εξαίσια αναλογία, που μοιάζει να ενσαρκώνει την ιδεατή αρχαιοελληνική ομορφιά.

Γρήγορα ο νεαρός γίνεται το επίκεντρο της κάθε μέρας του Άχενμπαχ για να μετατραπεί εν συνεχεία στο επίκεντρο της ύπαρξής του. Στους υγρούς δρόμους της Βενετίας, στα περάσματα και στα κανάλι της μολυσμένης πόλης, ο κομψός ηλικιωμένος κύριος με τις λίγες ρυτίδες στο πρόσωπο, μετατρέπεται σταδιακά σε έναν μεθυσμένο άντρα που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να παρακολουθεί το αντικείμενο του πόθου του

Τι σκέφτεται, τι νιώθει ο Άσενμπαχ όταν στο τέλος λίγο πριν φύγει από τη ζωή, βλέπει τον Τάτζιο ν’ αγκαλιάζεται, να χαϊδεύεται και να νικιέται από ένα μεγαλύτερο αγόρι; Υποφέρει από ζήλια βλέποντας ένα νεαρό αγροίκο να κατακυριεύει και να αλλοιώνει τη λεπτότητα και την τελειότητα, ένα νεαρό που αγνοεί την ομορφιά, που την μεταχειρίζεται τόσο άσχημα; Ή καταλαβαίνει πικραμένος πως αυτή η ομορφιά τού είναι απαγορευμένη από μια άλλη ηλικία, πως οι επιθυμίες του θα διαλυθούν μπροστά στην ίδια του την αδυναμία, την -κυρίως φυσική-ανικανότητα, πως το καλύτερο που μπορεί να αποκτήσει είναι η ενατένιση;

Έτσι, στο τέρμα του ταξιδιού, θα επιστρέψει παραδόξως στις παλιές, τις πρώτες του ιδέες: η συγγραφή του, η αισθητική του, που βασίζονταν στην εξιδανίκευση, στο πλατωνικό ιδεώδες, σε μια μεταφυσική αντίληψη για την τέχνη, δεν ήταν τόσο μάταιες! Η επιθυμία δε φτάνει ποτέ τον στόχο της: η ομορφιά, οι ηδονές, η μέθη που αναμένει κανείς, θα παραμείνουν Γη της Επαγγελίας, θα βρουν τη δύναμη και τη δικαίωσή τους σ’ αυτή τη γοητευτική, τη «θεϊκή» απομάκρυνση, μέχρι το θάνατο που έρχεται ήσυχος και λυτρωτικός.

Ο Πλατωνικός έρωτας στο αριστούργημα αυτό του Τόμας Μαν, βρίσκεται διάχυτος στο κείμενο μετά τη γνωριμία του συγγραφέα με τον έφηβο. Η ιδανική αντρική φιλία όπως περιγράφεται στον «Φαίδρο» βρίσκει δεκάδες αναφορές στις σκέψεις του Άσενμπαχ. Η ομορφιά για τον ηλικιωμένο συγγραφέα γίνεται η σάρκα και το πρόσωπο του δεκατετράχρονου. Ο πόθος είναι ένας αργός θάνατος, ένας θάνατος της ύλης και του πνεύματος. Τα διονυσιακά όργια που συνοδεύουν τον ταραγμένο ύπνο του συγγραφέα διαλύουν κάθε έννοια της ηθικής, όπως αυτή οριζόταν μέχρι πρότινος και για τον ίδιο, από τους ανθρώπους και τις κοινωνίες.

Όπως ο Νίτσε στη «γένεση της Τραγωδίας», ο Μαν στο Θάνατο στη Βενετία, εντοπίζει τα θεμελιώδη στοιχεία τα οποία συγκροτούν, νοηματοδοτούν και προσδιορίζουν την ανθρώπινη οντότητα: την διονυσιακή και την απολλώνια ορμή. Στο μεταφυσικό αυτό μόρφωμα πρωτεύοντα ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει η διονυσιακή ορμή, μια αρχέγονη, ανεξάντλητη και πανίσχυρη ζωική ορμή που ενυπάρχει στον πυρήνα κάθε μορφής ζωής. Έτσι η δημιουργία του ανθρώπου οφείλεται στην επιθυμία απολύτρωσης της φύσης από το αρχέγονο ζωώδες συστατικό της μέσω της γνώσης, σε τελευταία δηλ. ανάλυση απολύτρωση από τον ίδιο της τον εαυτό. Έτσι αποτελεί θεμελιώδη χαρακτηριστικό της ανθρώπινης υπόστασης η απομάκρυνση από τον κόσμο των ενστίκτων, των παραγώγων της ζωής και την ορμέμφυτη νοημοσύνη, ώστε να καθίσταται ον «ελαττωματικό», «ασθενικό» αλλά και αντιστρόφως τόσο σκληρό ώστε να στρέφεται ακόμη και εναντίον του εαυτού του.

Στο ταξίδι αυτό στη Βενετία, ο συγγραφέας βιώνει και μας μυεί σε μια εξερεύνηση ανάμεσα στην Απολλώνια και τη Διονυσιακή πλευρά της ψυχής, ανάμεσα στο φροϋδικό εγώ και σούπερ εγώ. Στην εξέλιξη του έργου ο Άσενμπαχ κυριεύεται από τους Θεούς : χάρη και με αφορμή τον μικρό Φαίακα (όπως χαρακτηρίζει τον καλομαθημένο Τάτζιο) κάνει συχνές διαδρομές στο δωδεκάθεο, στην Ηώ, τον Ωρίωνα, τον Πάνα, την ώρα που διονυσιακά όργια ταράζουν τον ύπνο του.

«Ξεχασμένα αισθήματα, γλυκές αγωνίες της καρδιάς από τη νιότη του, μαργωμένες, μέσα στο αυστηρό καθήκον της ζωής του, ξαναγύριζαν τώρα τόσο παράξενα μεταμορφωμένες…».

Αφιερώνοντας τον εαυτό του στον Απόλλωνα, θεό της λογικής και της διάνοιας, ο συγγραφέας Άχενμπαχ αρνείται τον Διόνυσο, θεό του παραλόγου και του πάθους, μια εθελοντική πράξη «απώθησης» για να έρθει στη συνέχεια ο  Διόνυσος, να υποτάξει τον ασεβή, να τον φέρει αντιμέτωπο με τα αρχέγονα ένστικτα που χρόνια περιφρονούσε, ώσπου να τον καταστρέψει.

Πολλοί ήταν εκείνοι άλλωστε που αναγνώρισαν στην αφήγηση του Μαν την ιδανική μορφή αντρικής φιλίας όπως αυτή περιγράφεται στον διάλογο «Φαίδρος» του Πλάτωνα. Άλλοι πάλι μίλησαν για τον «έρωτα» του γέρου δάσκαλου προς τον αγαπημένο μαθητή ενώ δεν έλλειψαν κι εκείνοι οι οποίοι εντόπισαν το θέμα της ομοφυλοφιλίας και της παιδοφιλίας να συνυπάρχουν στο πρόσωπο του ίδιου του συγγραφέα (σύμφωνα με μαρτυρία της γυναίκας του Μαν, ο Τάτζιο ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ο Μαν είχε πέσει θύμα της νεανικής γοητείας του όπως ακριβώς ο Άσενμπαχ στο βιβλίο).

Το σίγουρο είναι πάντως πως «Ο θάνατος στην Βενετία», όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας επεσήμανε, πραγματεύεται την απώλεια της καλλιτεχνικής αξιοπρέπειας ενώ εξετάζει την σχέση μεταξύ της τέχνης και της ζωής. Ο Άχενμπαχ πιστεύει πως με την εργασία, την αξιοπρέπεια και την πειθαρχία μπορεί να κυριαρχήσει της ζωής και να την μετασχηματίσει σε τέχνη. Αλλά η ύπαρξη του όμορφου αγοριού του γεννά αίφνης αδόμητα συναισθήματα και ένα άτακτο πάθος το οποίο τον οδηγεί στο να αναγνωρίσει την ψευδαίσθηση της μέχρι πρότινος πεποίθησής του. Τα μυθικά στοιχεία του μυθιστορήματος προσφέρουν το πλαίσιο για την απεικόνιση της ομοφυλοφιλίας.

Τέλος όμως αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε για το εν λόγω διήγημα είναι πως ο θάνατος στη Βενετία γραμμένος με μια ασύγκριτη λεπτότητα, είναι ένα εκ βαθέων ψυχολογικό σκιαγράφημα είναι ένα ζωντανό παράδειγμα του τι σημαίνει να ερωτεύεσαι. 

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»