«Ωραία μου Ιππολύτη, η ώρα της χαράς μας σιμώνει, ακόμη τέσσερες ημέρες τυχερές φέρνουν τη νέα σελήνη, μ’ αχ τι αργά μου φαίνεται πως σβήνει αυτή η παλιά, τι μου καθυστερεί τον πόθο σαν μητριά, είτε χήρα, που ξεσκονίζει το εισόδημα ενού νέου πολύν καιρό»… λέει ο Θησέας στην Ιππολύτη , στο όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ…

Κατά την αναμονή αυτής της νέας Σελήνης και υπό το φως της, ο συγγραφέας θα μας σκιαγραφήσει την εικόνα της ερωτικής μέθης του βίου.

Με περίσσια μαστοριά κι ελευθερία μέσα από αυτό το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας γνωρίζουμε τον έρωτα, ως πρωταρχική δύναμη της ζωής στον κόσμο, ως τον πλαστουργό της φύσης με την άπειρη ποικιλία μορφών, ως την ωραιότητα της αθάνατης ομορφιάς.

Η Ιστορία πλέκεται με ανθρώπινα πλάσματα όλων των τάξεων, βασιλιάδες, αστούς, λαό, δαιμόνια και ξωτικά παραμυθένια, που όλοι και όλα βρίσκονται σε μια ευγενική και καλόβολη οικειότητα σχέσεων συνθέτοντας μια ερωτική ιστορία χαριτωμένη κι ευφορική.

Ο ποιητής μαγεμένος κι ο ίδιος από τη μαγεία της φύσης και της νιότης, σκύβει με συγκαταβατική αγάπη στη φτηνή ανθρώπινη ζωή, την ανεβάζει στο μαγικό πατάρι της σκηνής και τη φωτίζει με το ζωηρό φως της υγείας, της αγνότητας, της αθωότητας, της φυσικής ευγένειας και δείχνει μια ανθρωπότητα λαμπρή, ακόμη και με την κωμική της όψη, γερή, θαρρετή, ελεύθερη, την ανθρωπότητα της αναγέννησης.

Στη ρομαντική αυτή κωμωδία περιγράφονται οι περιπέτειες τεσσάρων νεαρών Αθηναίων και μιας ομάδας ερασιτεχνών ηθοποιών, η σχέση τους με το Δούκα και τη Δούκισσα της Αθήνας, Θησέα και Ιππολύτη, καθώς και με τα ξωτικά ενός δάσους κάτω από το φεγγάρι.

Συνδετικός κρίκος στις ιστορίες που παρουσιάζονται είναι οι γάμοι του Δούκα της Αθήνας Θησέα και της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης.

Στην αρχική σκηνή, η Ερμία αρνείται να συμβιβαστεί με την επιθυμία του πατέρα της να την παντρέψει με το Δημήτριο. Ο πατέρας της όμως μπροστά στο Θησέα επικαλείται έναν αρχαίο αθηναϊκό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η κόρη πρέπει να παντρευτεί το μνηστήρα που διάλεξε ο γονιός της, αλλιώς πρέπει να αντιμετωπίσει την ποινή του θανάτου ή την ισόβια υπηρεσία στη θεά Άρτεμη. Κάπως έτσι η Ερμία και ο αγαπημένος της, Λύσανδρος, αποφασίζουν να κλεφτούν και να διαφύγουν τη νύχτα μέσα από το δάσος.

Το σχέδιο όμως δεν μένει κρυφό. Η Ερμία το εμπιστεύεται στην καλύτερη της φίλη, Έλενη, η οποία είναι ερωτευμένη με τον Δημήτριο. Με σκοπό να την διαλέξει εκείνος λοιπόν του μαρτυράει το σχέδιο της φίλης. Το ζευγάρι κρύβεται στο δάσος στο οποίο τους ακολουθούν ο μελλοντικός μνηστήρας Δημήτριος κι η ερωτευμένη μαζί του Ελένη.

Στο δάσος όμως δεν είναι μόνοι. Σε κάποιο ξέφωτο τσακώνονται ο βασιλιάς με την βασίλισσα των Ξωτικών, Όμπερον και Τιτάνια, γιατί η τελευταία αρνείται να δώσει για «ιππότη» στον Όμπερον έναν ακόλουθό της. Με σκοπό να την εκδικηθεί ο Όμπερον καλεί τον σκανδαλιάρη Πουκ, για να βρει ένα λουλούδι, ο χυμός του οποίου κάνει όποιον το πιει να ερωτευτεί το πρώτο ον που δει μπροστά του.

Τα ξωτικά άθελά τους γίνονται μάρτυρες της άσχημης συμπεριφοράς του Δημήτριου και αποφασίζουν να στάξουν μερικές σταγόνες στα μάτια του για να ερωτευτεί την Ελένη. Τελικά ο χυμός του λουλουδιού πηγαίνει πρώτα σε λάθος μάτια, σ’ αυτά του Λύσσανδρου κι έπειτα στου Δημήτρη κάνοντας να μονομαχούν για διαφορετική γυναίκα από αυτή που θα έπρεπε…

Το μαγικό φίλτρο μαγεύει κι άλλους καθώς η νύχτα προχωρά και οι καταστάσεις εμπλέκονται περισσότερο καθώς σε ένα άλλο ξέφωτο έχει γίνονται πρόβες για μια θεατρική παράσταση από τους τεχνίτες της πόλης. Οι ανάρμοστοι έρωτες δίνουν και παίρνουν μέχρι να βγει το φως της μέρας. Όταν όλοι ξυπνούν τα σκανδαλιάρικα ξωτικά έχουν αποχωρήσει και ο Θησέας παρακάμπτει την επιθυμία του πατέρα της Ερμίας και ετοιμάζει τους γάμους όλων.

Όταν σκοτάδι κυβερνάει και πάλι ο Όμπερον κι η Τιτάνια ευλογούν τους νιόπαντρους, ενώ ο Πουκ εξηγεί: «Αν πειράξαμε κανέναν οι ίσκοι εμείς, για σκεφτείτε και διορθώνεται το πράμα. Εδώ πέρα εκοιμηθήκατε όλοι εσείς κι όνειρο ήταν οι οπτασίες σ΄ αυτό το δράμα και σαν όνειρο ασυνάρτητο κουτό, τιποτένιο, μη μας βρίσετε γι’ αυτό. Συγχωράτε μας κι εμείς θα διορθωθούμε, σας το τάζω εγώ, σαν τίμιος Πουκ οπού ‘μια. Κι αν η τύχη δε μας βοήθησε να δώσουμε κάτι απόψε ν αξίζει τον παρά απ’ τις γλώσσες τις φιδίσιες ας γλιτώσουμε και θα σας το ξεπληρώσουμε ξανά […]»

Γραμμένο το 1595, το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας παρουσιάζει τον έρωτας ως θαύμα, μαγεία, όνειρο, θάνατος, πάθος, κυριαρχεί στους νέους, και τους κάνει να αγνοούν την κοινωνική ηθική και να υπακούουν στα προστάγματα της καρδιάς τους.

Οι πρώτοι παλμοί του πόθου τρέμουν από χίλιους φόβους αποκοτιάζουν κι επαναστατούν δραπετεύουν από ηθικές δεοντολογίες κι πλανώνται σαν ελεύθερη φυσική δύναμη.

Οι δραματικοί ποιητές της γενιάς του συγγραφέα – ποιητή σατιρίζονται για την κατάχρηση της τραγικής τέχνης, την ώρα που οι ερωτικές παραλλαγές αποκτούν χίλιες αποχρώσεις.

Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, μαζί με την Τρικυμία, είναι τα μόνα έργα του ποιητή για τη σύνθεση των οποίων δεν δανείστηκε από άλλες πηγές παρά αφέθηκε εξολοκλήρου στη δική του φαντασία. Με τα δικά του μέσα λοιπόν καταφέρνει να σκύψει με συγκαταβατική αγάπη στη φτηνή ανθρώπινη ζωή, μαγεμένος κι ο ίδιος από τη μαγεία της φύσης και της νιότης.

Στο εκπληκτικό αυτό παραμύθι με τα έντονα αναγεννησιακά στοιχεία, ο ποιητής διεισδύει μέχρι και στον κόσμο των ξωτικών, για να επαναλάβει κι εκεί το ίδιο γαϊτανάκι του έρωτα. Παράλληλα, καταδεικνύει την απλοϊκότητα, αλλά και την αγνότητα της ψυχής των εργατών, που συμμετέχουν κι αυτοί με τον τρόπο τους στο γενικό πανηγύρι.

«Σε καλό μου όμως λυπάμαι τον άνθρωπο
Ο άνθρωπος έχει, όπως γνωστό, τη σιγουριά πρώτο εχτρό»

Τα πλούσια ηθογραφικά στοιχεία, οι λαϊκές παραδόσεις και τα παραμύθια κυριαρχούν σ’ αυτό το παραμύθι και μαζί με τον λυρισμό και το χιούμορ, συνθέτουν μια αριστουργηματική συμφωνία ένα γοητευτικό όνειρο μιας όμορφης καλοκαιρινής νύχτας…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»