«O Γκάτσμπυ πίστευε στο πράσινο φως, στο οργιαστικό μέλλον που χρόνο με το χρόνο χάνεται από μπροστά μας. Μας ξέφυγε τότε, αλλά δεν έχει σημασία –αύριο θα τρέξουμε γρηγορότερα, θ’ απλώσουμε πιο πέρα τα χέρια μας…Και μια ωραία μέρα…Έτσι χτυπιόμαστε πάντα, βάρκες κόντρα στο ρεύμα, που αδιάκοπα μας ρίχνει πίσω στο παρελθόν»… Αυτή η φράση κλείνει το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Μια φράση που σαν να θέλει να ορίσει άτυπα την ευλογία και την κατάρα που φέρει το όνομα Νοσταλγία…

Σε όλη τη νοσταλγική αναδρομή του υπέροχου Γκάτσμπυ, ο αναγνώστης συναντά πολλές ευλογίες και πολλές κατάρες να διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι την απόλυτη συντριβή των αξιών που δημιούργησαν το Αμερικάνικο Όνειρο και θεοποιήθηκαν στην αμερικανική κοινωνία της δεκαετίας του ’20.

«Τίποτα παραπάνω από ένα δοξασμένο ανέκδοτο!» χαρακτήριζε ο αμερικανός δημοσιογράφος και κριτικός Χ.Λ.Μένκεν , το μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ απαξιώνοντάς το, την ίδια στιγμή που ο Τ. Σ. Έλιοτ έγραφε διαβάζοντας το πως «το πρώτο βήμα που έχει κάνει το αμερικανικό μυθιστόρημα από την εποχή του Χένρυ Τζέιμς».

Όπως συνηθίζεται να συμβαίνει με έργα κορυφαίας λογοτεχνικής αξίας, έτσι και στην περίπτωση του Υπέροχου Γκάτσμπυ, η πρώτη υποδοχή του υπήρξε αμφίθυμη. Πράγματι η αναγνώρισή του μυθιστορήματος ήρθε μόνο αφότου ο συγγραφέας του πέθανε, σε ηλικία 44 ετών στις 21 Δεκεμβρίου του 1940.

Σε αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας φαίνεται να έχει αξιοποιήσει τα στοιχεία της προσωπικής του ζωής. Το ρομάντζο που αναπτύσσεται ανάμεσα στον εκκεντρικό και μυστηριώδη εκατομμυριούχο Τζέυ Κάτσμπυ και στο απόλυτο έρωτα της ζωής του, Νταίζη Μπιουκάναν, δεν αποκλείεται να έχει στοιχεία από την ερωτική ιστορία του συγγραφέα με τη γυναίκα του Τζινέρβα Κινγκ.

Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως έχοντας μετακομίσει, μετά τη γέννηση της κόρης του Σκότι, στο ευημερούν νησί-προάστιο του Λονγκ Άιλαντ, ο Φιτζέραλντ βίωσε εκ των έσω την κοχλάζουσα νεουορκέζικη δεκαετία του ’20 και γι’ αυτό θέλησε να την αποτυπώνει στο βιβλίο του «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ».

«Κάποτε την εποχή που ήμουν αρκετά πιο νέος και πολύ πιο ευαίσθητος ο πατέρας μου μού έδωσε μια συμβουλή, που δεν έπαψα ποτέ να την γυροφέρνω στη σκέψη μου. “Όταν ετοιμάζεσαι να κατακρίνεις κάποιον θυμήσου πρώτα ότι δεν είχαν όλοι οι άνθρωποι τις δικές σου ευκαιρίες στη ζωή”. Αυτό ήταν όλο κι όλο που μου είπε αλλά επειδή καταφέρναμε να συνεννοηθούμε χωρίς πολλά λόγια κατάλαβα ότι εννοούσε πολύ περισσότερα μ’ αυτή τη φράση. Έτσι λοιπόν απέκτησα μια συνήθεια που με βοήθησε να είμαι ανοιχτός σε κάθε ιδιατερότητα της ανθρώπινης φύσης και ταυτόχρονα με φόρτισε με όχι και λίγους μπελάδες. Όλοι οι ιδιόρρυθμοι άνθρωποι έχουν το χάρισμα να το εντοπίζουν αυτό πολύ γρήγορα και να προσκολώνται σε τέτοιους ανεκτικούς χαρακτήρες, κι έτσι στο κολέγιο κατηγορήθηκα άδικα για πολιτικάντης επειδή ήμουν αυτός που του εμπιστευόντουσαν τα πιο παράδοξά τους μυστικά οι πιο ατίθασοι και μοναχικοί τυπί. […]. Έχω τον φόβο πως κάτι σημαντικό θα παραλείψω άμα ξεχάσω αυτό που με τόσο σνομπισμό ο πατέρας μου έλεγε, κι εγώ με τον ίδιο σνομπισμό επαναλαμβάνω, ότι δεν γεννιόμαστε όλοι με την ίδια αίσθηση αξιοπρέπειας. […] Όχι ο Γκάτσμπυ υπήρξε νικητής στο τέλος! Κι αυτό που τσάκισε τον Γκάτσμπυ, η παράλογη στάχτη που κύλησε και σκέπασε τα όνειρά του προτού προλάβουν να πάρουν σάρκα και οστά, μ’ έκανε να ξεχάσω για ένα μεγάλο διάστημα τις μάταιες θλίψεις και τις μικρόπνοες επάρσεις που βασανίζουν συνήθως την ψυχή του ανθρώπου»…

Μέσα σε αυτή τη δεκαετία που σκιαγραφεί διηγούμενος την ιστορία του Γκάτσμπυ ο συγγραφέας διέκρινε την ηθική πολιτική και ανθρωπιστική χρεοκοπία να υφαίνεται γύρω από την αντάρα της ευδαιμονίας και προσπάθησε να την αποτυπώσει στον πολύπαθο Τζέι. Η ιστορία του της αναζήτησής του μεγάλου του έρωτα στην Αμερική εκείνης της δεκαετίας, της δεκαετίας της ποτοαπαγόρευσης και ταυτόχρονα του άφθονου τζιν και σαμπάνιας, στην τρελή εποχή της τζαζ και των γκάνγκστερ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ίσως μια αλληγορία της αναζήτηση του άπιαστου αμερικανικού ονείρου. Μέσα από αυτό ο Φιτζέραλντ σκιτσάρει με τα πιο έντονα χρώματα την ιδεολογία και τα συναισθήματα του αμερικάνικου λαού, σε μια εποχή ματαιοδοξίας και ψευδαισθήσεων που δεν περίμενε τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν και που έμελλαν να αλλάξουν τα πάντα…

Ο ήρωας ενσαρκώνει το ιδεώδες της προσωπικής επιτυχίας, της κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης και του πλούτου, σε συνθήκες ελευθερίας, ασχέτως καταγωγής, μόρφωσης, θρησκείας. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνεται και η ερωτική επιτυχία. Κάπως έτσι ο Γκάτσμπυ εκπληρώνει το Αμερικανικό Όνειρο μέσα σε τρία μόνο χρόνια (Καλοκαίρι 1919-Καλοκαίρι 1922), γίνεται πάμπλουτος, αγοράζει μια μεγάλη έπαυλη με «γαλάζιους κήπους», έχει μπάτλερ, υπηρέτες και μια Ρολς-Ρόυς και φυσικά διοργανώνει θρυλικά πάρτι. Το λαθρεμπόριο και οι συναλλαγές με ανθρώπους του υποκόσμου δεν αμαυρώνουν καθόλου την εικόνα του , ίσα ίσα προσθέτουν γοητεία στα μάτια του αναγνώστη.

Ωστόσο, εκείνο που πάνω απ’ όλα τον καθιστά μεγάλο -μυθικό- ήρωα και παραδειγματικό εραστή για κάθε εποχή είναι ο έμμονος, ανυποχώρητος, απόλυτος, κατακτητικός, ρομαντικός έρωτάς του για την Νταίζη, ένας έρωτας που είναι αμήχανα και ιδεαλιστικά εφηβικός και, ταυτόχρονα, δυναμικά και ακράδαντα ανδρικός. O ηθικά ανώτερος Γκάτσμπυ ξεχωρίζει δίπλα στην Νταίζη με την ψιθυριστή ναζιάρικη φωνή μια «φωνή γεμάτη λεφτά» Το γεγονός όμως ότι υπολείπεται των ονείρων του, είναι κάτι που γνωρίζει.

Η Νταίζη δεν είναι το καλύτερο κορίτσι του κόσμου, όπως δεν ήταν και η σύζυγος του συγγραφέα, η οποία παντρεύτηκε τον συγγραφέα αφότου είχε γίνει γνωστός με την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του.

«όχι από δικό της λάθος, αλλά εξαιτίας της κολοσσιαίας δυναμικότητας της φαντασίωσής του που υπερέβαινε και τη Νταίζη, υπερέβαινε τα πάντα. Είχε ριχτεί σε αυτήν την ψευδαίσθηση με δημιουργικό πάθος, πλουτίζοντάς τη συνεχώς, στολίζοντάς τη με κάθε λαμπερό φτερό που έβρισκε στο δρόμο του. Δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αντιμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα».

Η ιστορία του έρωτα που μας αφηγείται ο Φιτζέραλντ, φαίνεται ξεκάθαρα πως έχει χτιστεί σε φαγωμένα θεμέλια, ή και σε χαλάσματα. Η ιστορία της αφοσίωσης και της πίστης , των σχέσεων των ιδανικών και των ευτελισμένων κατά περιπτώσεις αξιών είναι βασισμένη στην ουτοπική φαντασίωση της ολοκλήρωσης και κατάκτησης του ανέφικτου. Ό,τι κάνει ο Γκάτσμπυ, προέρχεται από την απεγνωσμένη του επιθυμία να κατακτήσει τον έρωτα που έχασε και όμως, παρά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τη γέννησή του, δεν έσβησε αλλά αντίθετα, μεγάλωσε και φούντωσε και τελικά, τον οδήγησε στο φαινομενικό απόγειο και την καταστροφή του. Ο έρωτάς του για την Νταίζη, ειλικρινής και απόλυτος, ολοκληρωτικά δοσμένος σε εκείνη χωρίς να ζητάει τίποτα περισσότερο από όλα εκείνα που κάποτε του έταζε. Και εκείνη, γοητευμένη και παραδομένη σε όλα όσα τις προσέφερε, χωρίς ωστόσο να δίνει την ψυχή της γιατί στο βάθος οι δεσμοί με ευτελέστερες αξίες ήταν σπουδαιότερη από οτιδήποτε.


Κάπως έτσι ο πρωταγωνιστής μετατρέπεται στον απόλυτο εκπρόσωπο μιας χαμένης γενιάς, μιας γενιάς που πίστευε πως έχει τη δύναμη να κατακτήσει τον κόσμο, που πίστευε πως θα τα καταφέρει, και που στην πραγματικότητα δεν είχε νικητές αλλά μόνο ηττημένους, χαμένους στο βωμό της δόξας, που με την ίδια ιλλιγιώδη ταχύτητα που ήρθε με την ίδια έσβησε. αφού όλα εκείνα που θεώρησε πως κατέκτησε ήταν μερικές στιγμές αναγνωρισιμότητας, πολυτέλειας, έρωτα, άκαιρης φήμης.

Μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση της ιστορίας του, ο ίδιος ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ» παρουσιάζεται ως ένα θύμα του εφήμερου, με τη λογοτεχνική του αξία να αναγνωρίζεται μετά το θάνατο του συγγραφέα, καθώς εκείνος θεωρούσε πάντα το έργο του εμπορική αποτυχία. Όμως, όπως μας διδάσκει η ιστορία του Τζέι Γκάτσμπυ, υπάρχουν πράγματα στη ζωή που δεν μπορούν να μετρηθούν με το χρήμα.

Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, κέρδισε πολύ νωρίς και το ενδιαφέρον του κινηματογράφου όπως επίσης και του θεάτρου. Από το 1926 ακόμη, όταν ο κινηματογράφος δεν είχε καν ήχο, το μυθιστόρημα πέρασε για πρώτη φορά στο σελιλόιντ με τον Γουόρεν Μπάξτερ, ένα φιλμ που δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται, μόνο μερικές φωτογραφίες από την βωβή ταινία έχουν μείνει. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1949, ακολούθησε η ομιλούσα κινηματογραφική έκδοσή του, σε σκηνοθεσία Έλιοτ Νιούτζεντ, η οποια είναι εντελώς ξεχασμένη σήμερα αφού κι ο πρωταγωνιστής Άλαν Λαντ υπήρξε άχαρη επιλογή για το ρόλο του Γκάτσμπυ. Τελευταία ήταν η ταινία του Μπαζ Λούρμαν, εξαιρετικά εντυπωσιακή στο σύνολό της, καθότι και τρισδιάστατη, με τον αντιήρωα Ντι Κάπριο να θεωρείται από το σύνολο των κριτικών σε απίστευτη φόρμα.

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»