Αν και το γνωστότερο μυθιστόρημά του είναι οι «120 μέρες στα Σόδομα», ίσως το αξιότερο να διαβαστεί, χαρακτηριζόμενο από πολλούς φιλοσοφικό ανάγνωσμα κατά της αστικής τάξης, να είναι η «Φιλοσοφία του Μπουντουάρ».Κι η αλήθεια είναι πως το εικονοκλαστικό έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ, το σύγχρονο αυτό συμπόσιο, ανοίγει μαύρες τρύπες στο ψεύτικο φωτοστέφανο που σφετερίζεται το άτομο στην αστική κοινωνία.

Ο ακόλαστος και δεινός φιλόσοφος Ντολμανσέ, ένα νεαρό μέλος της γαλλικής αριστοκρατίας, σαν στο ρόλο της Διοτίμας, μυείται τη θεωρία και τη πράξη της ανατρεπτικής σαδικής κοσμοαντίληψης. Με τον τρόπο αυτό φέρνει στην επιφάνεια τα αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία του ασυνείδητου, και ταράζει με την «πορνογραφική» του επιφάνεια όλες τις κοινωνίες κι όλα τα καθεστώτα από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ως τις μέρες μας.

Άλλωστε όπως ξεκάθαρα διευκρινίζεται στην εισαγωγή το έργο απευθύνεται στους ελευθέριους:

«Ηδονιστές όλων των ηλικιών, όλων των φυλών, σε σας και μόνο προσφέρω αυτό το έργο. Τραφείτε με τις αρχές του: ευνοούν τα πάθη σας, πάθη για τα οποία σας φοβερίζουν οι πεζοί ηθικολόγοι, πάθη που δεν είναι, ωστόσο, παρά τα μέσα που χρησιμοποιεί η Φύση για να οδηγήσει τον άνθρωπο προς τους σκοπούς που του προδιαγράφει. Δώστε αφτί μονάχα σ΄ αυτές τις γλυκές παρορμήσεις, γιατί μόνο η δική τους φωνή μπορεί να σας οδηγήσει στην ευτυχία. Γυναίκες λάγνες, κάνετε πρότυπο σας την ηδονική Σαιντ-Ανζ. Ακολουθώντας το παράδειγμα της αδιαφορήστε για κάθε τι που εναντιώνεται στους θείους νόμους της ηδονής με τους οποίους ήταν δεμένη σ’ ολόκληρη τη ζωή της. Εσείς, νεαρές παρθένες, που τόσο καιρό σας χαλιναγωγούσαν τα παράλογα και επικίνδυνα δεσμά μιας φανταστικής Αρετής και μιας αηδιαστικής θρησκείας, μιμηθείτε τη φλογερή Ευγενία. Βιαστείτε να καταστρέψετε τις γελοίες συνταγές με τις οποίες σας εμπότισαν ηλίθιοι γονείς».

Η αλήθεια είναι πως «Η φιλοσοφία του Μπουντουάρ» είναι ένα καθ΄όλα προκλητικό βιβλίο, το οποίο περιστρέφεται γύρω από την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση μιας παρθένας κορασίδας, της δεκαεξάχρονης Ευγενίας. Μέσα από την περιγραφή όμως ενός σεξουαλικού οργίου, ο συγγραφέας καταφέρεται εναντίον των περισσότερων θεμελιακών αξιών του δυτικού πολιτισμού, ασκώντας σ’ αυτές μια οξυδερκή κριτική προτού τις απορρίψει ολοκληρωτικά.

Όταν μερικά άτομα της υψηλής γαλλικής κοινωνίας συναντιούνται μια μέρα στο σπίτι της ώριμης κυρίας Ντε- Σεντ- Ανζ, μιας 26χρονης παντρεμένης λιμπερτίνας, με σκοπό ν’ ανταλλάξουν απόψεις και να γευτούν, από κοινού, τις χαρές του έρωτα, γνωρίζουν την Ευγενία. Οι αριστοκράτες με την βοήθεια του 36χρονου ομοφυλόφιλου Ντολμανσέ και του αμφισεξουαλικού αδερφού και εραστής της Ντε Σεντ Ανζ, θα θελήσουν να την διδάξουν, να την νουθετήσουν, αλλά και να την μυήσουν στα μυστήρια της ερωτικής απόλαυσης.

Σεξουαλικά όργια και ένστικτα περιγράφονται με λεπτομέρεια ανάμεσα από εστετιστικές συζητήσεις που διεξάγονται κατά την διάρκεια του δείπνου μέχρι ένα κείμενο του Ντε Σαντ με τίτλο « Άλλη μια προσπάθεια γάλλοι για να γίνετε δημοκράτες» παρεμβάλλεται σαν μια επιδεξιότατα γραμμένη προκήρυξη, η οποία στοχοποιεί και καταφέρεται ενάντια σε όλες τις κεντρικές αξίες που θεμελιώνουν τον δυτικό πολιτισμό. Η απαγόρευση του φόνου, της κλοπής, της βιαιοπραγίας καταγγέλλονται δεικτικά για να επακολουθήσει η κορύφωση του σεξουαλικού οργίου των αριστοκρατών που συνδυάζεται με μια πράξη ακραίας βιαιότητας απέναντι στη μητέρα της νεαρής Ευγενίας, η οποία έχει έρθει να βρει την κόρη της.

Η μεταμόρφωση της Ευγενίας στο πλέον διεστραμμένο πλάσμα, ικανό στο τέλος να πλήξει με τον πιο βάναυσο τρόπο ακόμη και την ίδια της τη μητέρα, αποτελεί ίσως μια απεικόνιση του συμπλέγματος της Ηλέκτρας. Σε όλο το μυθιστόρημα το «λογικό» μέγεθος και το σαρκαστικό χιούμορ, διανθίζει τις θεωρητικές αναλύσεις και τις τολμηρές σκηνές της «Φιλοσοφίας στο μπουντουάρ» μετατρέποντας το έργο στο πιο ευανάγνωστο από όσα έχει γράψει ο
«νονός» του σαδισμού.

Όταν η μύηση της Ευγενίας ολοκληρώνεται, δεν της παρέχει δεξιότητες ή γνώσεις αλλά την απελευθερώνει από τις παραδοσιακές αξίες, συνήθειες, τρόπους ζωής, της αλλάζει την ψυχολογία και την κοσμοθεωρία εντάσσοντας την σε μια κοινωνία της οποίας την ύπαρξη γνώριζε χωρίς να έχει στην ουσία συνειδητοποιήσει.

«O Ντε Σαντ φαίνεται να αποδέχεται την ύπαρξη Θεού, για να την οδηγήσει ad absurdum – αφού ακριβώς η επίκληση ενός τέτοιου Θεού θα εμφάνιζε το έγκλημα ως θεοθέλητη πράξη: αλλιώς θα ήταν ανεξήγητος ο τόσο σημαντικός ρόλος του τελευταίου σε τούτον τον “κόσμο του Θεού”» γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. «Αν η νόηση διαπιστώσει ότι η ηθική στερεί από κάποιον πολύ περισσότερη υπαρξιακή ικανοποίηση απ’ όση του δίνει η κοινωνική συμβίωση, τότε τον παρακινεί ν’ αποφασίσει το έγκλημα. Ο εγκληματίας δεν είναι κάποιος τυφλός και ακαταλόγιστος φαυλόβιος, αλλά δρα ψυχρά και ορθολογικά, κι όταν αυτό φαίνεται αναγκαίο» συνεχίζει.

Φιλοδοξώντας να παρουσιάσει έναν νέο αξιακό κώδικα, μια διαφορετική φιλοσοφία, ο εγκληματίας τού Ντε Σαντ δεν εξεγείρεται ενάντια σ’ έναν Θεό, αλλά ενάντια στην πλασματική, δραστική του ιδέα. Παραλύοντας τη βούληση προς το έγκλημα και κατασιγάζοντας τη φωνή της Φύσης, σηματοδοτεί το έγκλημα ως την αποκλειστική κυριαρχία του ανθρώπους σε ένα κόσμο που ο Θεός έχει θανατωθεί από την ανθρώπινη συνείδηση. Οι μύδροι που εξαπολύει απευθύνονται ενάντια στην παραδοσιακή ηθική και προτάσσουν το αίτημα για άρση της καταπίεσης από την σκοπιά της ανθρώπινης σωματικότητας και του δικαιώματος στην ηδονή.

Κι αν η αρχική ανάγνωση καταδεικνύει πως το έργο δικαιολογεί και δικαιώνει την διαστροφή και την βιαιότητα ενώ επιτίθεται και καταδικάζει κάθε αρετή, η αλήθεια ίσως κρύβεται στη φράση του Bataille όταν σημειώνει πως «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ματαιοπονία από το να πάρουμε τον Sade κατά γράμμα, στα σοβαρά. Απ’ όποια πλευρά και αν τον εξετάσουμε, μας έχει εκ των προτέρων ξεφύγει»…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»