Ένα ταξίδι, στη θάλασσα της Κίνας με ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαπιοκάραβο που έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Ένα καράβι από εκείνα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι Έλληνες εφοπλιστές πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρόντερνταμ κι ύστερα τα ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα. Μέσα σ’ αυτό το καράβι οι άνθρωποι της θάλασσας, που ο Καββαδίας γνωρίζει καλά, διηγούνται, θυμούνται, συνομιλούν…

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

«-Θυμάσαι Γεράσιμε;
  -Ναι
  -Αν το χεις ξεχάσει να σου το θυμίσω. Δεκαοκτώ χρόνια. Ούτε ένα λιγότερο. Σ’ εκειό το νησί του Κόλπου. Το σκάσαμε του Καπετάνιου μεσημεριάτικα, καληώρα σαν το Διαμαντή που’ βρισες πρωτύτερα. Τύφλα στο μεθύσι. Βρήκαμε το χωριό με τις μαύρες. Διάβασες χάσκοντας μια ταμπέλα: Supplying of intoxicans to natives is strictly forbidden. Είχαμε δύο μποτίλιες ο καθένας πάνου μας κρυμμένο, πρόστυχο ουίσκι» …

Στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας, ο θερμαστής, ο καπετάνιος, ο ασυρματιστής με το όνομα Νικόλας, αναμασούν από κοινού τη ζωή τους, που αντιλαμβάνονται ως κατάρα… Μια κατάρα που όχι μόνο την αποδέχονται, αλλά ταυτόχρονα την επιζητούν, αφού δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση…

Μέσα από τους διαλόγους, μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους σκιαγραφείται, μια δυσπιστία και μια συνενοχή. Αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να σταματήσει την πορεία τους, να τους ελευθερώσει.

Αναμνήσεις, ανέκδοτα, ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα όμως συναρπαστικές, αποτελούν τις αφηγήσεις τους. Οι πιο μακριές από αυτές γίνονται από τον ασυρματιστή που ταυτίζεται εύκολα με τον συγγραφέα, τόσο εξαιτίας των εξόφθαλμων ενδείξεων – το όνομα του είναι Νικόλας, το επάγγελμά του ασυρματιστής – όσο και των έμμεσων όπως η ιδιοσυγκρασία, η ψυχοσύνθεση ή ακόμη και οι ίδιες οι ιστορίες του ασυρματιστή.

Οι ιστορίες που διηγούνται, αυτοτελείς ή σε συνέχειες είναι τις περισσότερες φορές ζοφερές, στενάχωρες ή σοκαριστικές, με μια πικρή επίγευση στο τέλος. Ιστορίες εμποτισμένες με την μοιρολατρική απαίσιοδόξη τοποθέτηση των πρωταγωνιστών για την ζωή του ναυτικού, την ασυμβίβαστη με τα επίγεια.

Μέχρι που κάποια στιγμή, η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη, δίνοντας στο μυθιστόρημα μια λυρική διάσταση. Τότε στο προσκήνιο έρχονται πλήθος ονειροπωλήσεων και φαντασιώσεων, οι οποίες εκφράζονται μέσω αληθινών ποιημάτων σε πρόζα. Εκεί οι ιστορίες εμπλέκονται στο μυαλό του αφηγητή, οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται δυσδιάκριτες και η εσωστρέφεια μετατρέπει τη γραφή σχεδόν σε παραληρηματική. Από εδώ και πέρα το μυθιστόρημα παίρνει ένα χαρακτήρα διστακτικής εξομολόγησης . Άλλωστε, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν…

«Βάρδια έκτη

Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το’ χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου, μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
– Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
– Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
– Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
– Θέλω τη θήκη μου.
Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.
– Ατζαμή! Φίλησέ με.
– Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.
– Την έχασες; Πού;
– Στο Barbados…Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
– Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
– Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
– Χάιδεψε.
– Ιουδήθ… Με τι χέρια… .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι…Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.
– Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.
– Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.
– Κοίταξέ με, με τα δικά του.
– Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι
– Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι».

Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, είναι αυτές που κυριαρχούν στο έργο. Μέσα από αυτές αναδύεται ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο και ταυτόχρονα αφόρητο.

«Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει».

Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου η πατρίδα-Ανατολή, δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου. Σαν ένας καθρέφτης ικανός να απεικονίσει την σήψη του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Εκεί σ’ αυτόν τον τόπο δεν μπορούν καν ν’ αράξουν…

«βρήκα ξενοδοχείο στο…. Που αλλού! Ανάμεσα στα πορνεία, στα φτηνά καμπαρέ, στα μαγειριά. Μια μικρή καμάρα σε σοφίτα. … Πήγαιναν να κοιμηθούν οι δουλευτάδες της νύχτας. Φύλακες, γκαρσόνια, πόρνες, κοκότες, γυναίκες του καμπαρέ. Άρπαζε το μάτι σου καθώς έβγαινες, πρόσωπα καρβουνιασμένα, ξεπαγιασμένα, κι άλλα που’ χε πέσει το φτιασίδι από πάνω τους, για να μείνει πάνου σ’ άλλα μάγουλα, ρυτιδωμένα και φαγωμένα από τον άνεμο και την αλμύρα.»

Η Βάρδια είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας του περιθωρίου, αφού ο ναυτικός ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, έξω από τα κύρια ρεύματα και τις συμβάσεις της. «Στην ουσία αποτελεί μια περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, μια φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, που πότε γίνεται ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα και μια εικόνα πιθανή, αληθινή, μια εικόνα της άχαρης μοίρας μας» όπως επισημαίνει στην εισαγωγή της γαλλικής έκδοσης του βιβλίου ο Michel Saunier.

Ο πρωταγωνιστής σε ένα κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον κόσμο της διανόησης ή τον μεσοαστικό, περιγράφει την καθημερνότητά του, η οποία περιλαμβάνει την συνεχή αναμέτρηση με την θάλασσα. Μια αναμέτρηση που καθορίζει την κάθε πράξη του. Μια αναμέτρηση που μοιάζει με μεγάλη ερωμένη, στο αλώνι της οποίας αργά ή γρήγορα επιστρέφουν ή καταλήγουν όλα.

Ο συγγραφέας και μέσα από αυτόν ο ναυτικός, γράφει άλλωστε εκ των έσω, αφού ως χρόνιος πρωταγωνιστής της θαλάσσιας αρένας προτιμά να παλεύει με την φουρτουνιασμένη θάλασσα παρά με την ασφαλή στεριά.

Η Βάρδια εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1947, και έκτοτε επανεκδόθηκε το 1980 από τις εκδόσεις Κέρδος και το 1989 από τις εκδόσεις Άγρα. Αν και ο Καββαδίας ήταν ήδη γνωστός στην Ελλάδα από την πρώτη του ποιητική συλλογή Μαραμπού, που είχε εκδόθει το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί ήξεραν απέξω, μετά την Βάρδια «σώπασε» για αρκετά χρόνια προσπαθώντας ίσως να εξερευνήσει έναν νέο εκφραστικό τρόπο.
Ο συγγραφέας διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο “Μαραμπού” – τ’ όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Όταν αποφάσισε να ξαναγράψει ονειρεύτηκε αυτό να είναι τα Απομνημονεύματα του, μα δεν πρόλαβε… Άλλωστε όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα».

Η γοητεία που ασκεί ακόμη και σήμερα το έργο του συνίσταται εν πολλοίς στη γοητεία ενός κόσμου του περιθωρίου, ένας κόσμου ανεξερεύνητου από τον μεσοαστό που ούτε τον γνωρίζει, ούτε τον πολυκαταλαβαίνει, αλλά που ασκεί πάντα την γοητεία που τυλίγει το καθετί ονειρικό, απόμακρο και ξένο…

«-Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
   -Όχι.
   -Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Που είσαι; Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς… Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα στην πλώρη… Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
   -Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος
»…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»