«…Αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον Ξένο, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, δίχως τίποτα το ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα ν’ αποδώσω με τον ήρωά μου, το μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόθεση βλασφημίας, απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί». Αλμπέρ Καμύ, 1954.

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ, ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται αμείωτα ακόμα και από τις νεότερες γενιές, έχει μεταφραστεί σε 40 γλώσσες από το 1942 και έχει σημειώσει πωλήσεις άνω των 8 εκατ. αντιτύπων.

Ένα ιδιοφυές ψυχογράφημα με συνέπεια και βάθος που συνιστά μια σκιαγράφηση του πνευματικού και συναισθηματικού κόσμου. Ο Αντρέ Μαλρό το έχει χαρακτηρίσει ως μια «ηθική αλληγορία για το παράλογο», η οποία έχει περάσει στη συλλογική μας συνείδηση ως η ιστορία ενός ανθρώπου καταδικασμένου από την κοινωνία, επειδή δεν τηρεί τις συμβάσεις και τους κανόνες της. Όλο το έργο διαπνέεται από μια έκδηλη πεποίθηση ότι το άτομο είναι αθώο μπροστά στην πολυπλοκότητα και το παράδοξο του κόσμου, και εν τέλει η εξέγερση εμφανίζεται σαν μοναδική διέξοδος. Μόνο που η εξέγερση για το γάλλο συγγραφέα φαίνεται να ισοδυναμεί με την απλή κατάφαση στο γεγονός της ζωής. Άλλωστε ο «Ξένος» σύμφωνα με τον Ζαν Πολ Σαρτρ γράφτηκε «για το παράλογο και ενάντια σ’ αυτό».

Το μυθιστόρημα αποτυπώνει μοναδικά τον λογικό-μηχανιστικό παραλογισμό του κόσμου μέσα στον οποίο δρα, αδρανεί ακόμα και αδιαφορεί ο έλλογος άνθρωπος, παλεύοντας με τα θυμικά στοιχεία του. Ο Καμύ με το συγκεκριμένο έργο καταφέρνει να διεισδύσει στα μύχια του ξένου και συνάμα τόσο καθημερινού ψυχισμού μας.

«Σήμερα πέθανε η μαμά. Ίσως και χτες, δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα από το άσυλο – Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια. – Αυτό δε μου λέει τίποτα. Μπορεί να ήταν και χτες».

Ο Μερσώ, ο πρωταγωνιστής του Καμύ, ζει κοινότυπα, πλήρως υποταγμένος στη μοίρα. Άβουλος, άθεος, αντικοινωνικός, εκφράζει με την αδιαφορία του μια ενστικτώδη άρνηση για ενεργή συμμετοχή στη ζωή. Μέλος μιας κοινωνίας έντονα αυταρχικής και καταπιεστικής, συνάπτει επιφανειακές σχέσεις με τους γύρω του και απορεί με τον τρόπο που οι άλλοι λειτουργούν, αισθάνονται, σκέφτονται.

Σ’ αυτήν την απολιθωμένη κοινωνία, που τα μέλη της αμφισβητούν όσους δεν λειτουργούν σύμφωνα με τους κοινά αποδεκτούς της κανόνες, ο «Ξένος» αντιμετωπίζει μια κηδεία, μια φιλία, έναν έρωτα, και πάντα αντιδρά στο τυχαίο με απάθεια.

«Δεν είχα τίποτα να περιμένω από αυτήν, αλλά ούτε κι αυτή από εμένα», λέει για το θάνατο της μητέρας του.

Συνθήκες και συμπτώσεις συντελούν στο να διαπράξει ένα έγκλημα. Έρμαιο των γεγονότων για άλλη μια φορά, συλλαμβάνεται και κατά τη διάρκεια της δίκης, αρνείται οποιαδήποτε υπεράσπιση του εαυτού του. Κατά την αγόρευση του εισαγγελέα, παρακολουθεί σαν τρίτος ακόμα και τις συμπεριφορές μίσους απέναντί του.

Έγκλειστος στο κελί του, αναμένοντας την μεταφορά του στη λαιμητόμο, αναλογίζεται την πορεία του, μα δεν την αναιρεί.

«Είχα ζήσει κατά έναν ορισμένο τρόπο και θα μπορούσα να είχα ζήσει με κάποιον άλλο»

Αντιμέτωπος με τον επικείμενο φόβο του θανάτου, δεν απελπίζεται, μόνο θυμώνει. Αυτό το θυμό καθώς και τον αγνωστικισμό που τον χαρακτηρίζει, εκφράζει στον κληρικό που τον επισκέπτεται, αρνούμενος όχι μόνο την κατήχηση αλλά και την παρηγοριά που η κοινωνία θεωρεί πως μια εξομολόγηση προσφέρει.

Ο ξένος Μερσώ, αποδέχεται το θάνατο όπως και τη ζωή, με μια επίγνωση που απελευθερώνει :

«Λες κι αυτός ο μεγάλος θυμός με είχε απαλλάξει από το κακό, μου είχε αφαιρέσει την ελπίδα και μπροστά σ’ αυτή τη φορτωμένη σημάδια και άστρα νύχτα, ξανοιγόμουνα για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Διαπιστώνοντας πόσο όμοιος ήταν μ’ εμένα, πόσο τέλος πάντων αδελφικός, ένοιωσα πως είχα γίνει ευτυχισμένος και πως ήμουνα ακόμα ευτυχισμένος».

Λυτρωμένος από το φόβο του θανάτου, από την κοινωνική του μάσκα, τραγική φιγούρα πια, διατυπώνει μιαν παράλογη ευχή:

«Για να γίνουν όλα στην εντέλεια, για να νιώσω λιγότερο μόνος, μου απόμεινε να εύχομαι να υπάρχουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους».

Η διαφορετικότητα του ήρωα του Καμύ, φαίνεται να κατοχυρώνει τις αντιφάσεις του. Απόλυτος εγωιστής και συγχρόνως ήρωας της αυταπάρνησης, απάνθρωπος και συνάμα ευαίσθητος, ο Ξένος, αποδεχόμενος τις συνέπειες του αυτοαποκλεισμού του, ζει στις παρυφές της κοινωνίας έχοντας χάσει την αίσθηση των ανθρώπινων νόμων.

«Με τον Ξένο, το πρώτο μυθιστόρημα του Καμύ έχουμε το μανιφέστο ολόκληρου του έργου του. Όλα όσα θα αναπτύξει στο μέλλον διεξοδικότερα εμπεριέχονται σ’ αυτό το κείμενό του: ο θάνατος, το παράλογο, η δικαιοσύνη, η εξέγερση, η απομόνωση, ο ήλιος, η μητέρα, ο χαμένος πατέρας…» σημειώνουν οι μεταφράστριες Νίκη Καρακίτσου – Dougé και Μαρία Κασαμπαλόγλου-Roblin

Άλλωστε ο Καμύ μπορεί να έζησε μόλις 47 χρόνια, αλλά ο αιώνας που ακολούθησε προικίστηκε με το ριζοσπαστισμό του έργου του, το ανθρωπιστικό του όραμα και τη δίψα του για δικαιοσύνη, όπως τα εξέφρασε με όλες του τις ιδιότητες, ως λογοτέχνης, δημοσιογράφος, δραματουργός, σκηνοθέτης, δοκιμιογράφος, ως πολίτης, πάντα μάχιμος και πάντα ανήσυχος…

Γεννημένος το 1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας από γάλλους γονείς, ζει τα παιδικά του χρόνια μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Με τον πατέρα του νεκρό στον πόλεμο και τη μητέρα του να ξενοδουλεύει, τελειώνει το λύκειο με υποτροφία και συνεχίζει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Αλγερίου. Το 1934 γίνεται μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος αλλά διαγράφεται ένα χρόνο μετά όταν ιδρύει το «Théâtre du Travail», για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής, ηθοποιός. Το 1937 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο «Η καλή και η ανάποδη». Το 1940 μετακομίζει με τη δεύτερη γυναίκα του στο Παρίσι, και δυο χρόνια αργότερα εκδίδεται «Ο Ξένος». Με το τέλος του πολέμου, αρχίζει να ταξιδεύει σε ΗΠΑ, Λατινική Αμερική, Ιταλία. Το 1955 επισκέπτεται και την Ελλάδα. Δίνει μάχες για να τελειώσει ο πόλεμος της Αλγερίας, ενώ εκδίδονται το ένα μετά το άλλο τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα που τον κάνουν διάσημο σε όλο τον κόσμο: «Η Πανούκλα», ο «Καλιγούλας», «Οι δίκαιοι» αλλά και τα φιλοσοφικά του δοκίμια «Ο μύθος του Σισσύφου» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος». Το 1957 βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Ακόμα και ο πρώην φίλος και εν συνεχεία αντίπαλός του σε ιδεολογικά ζητήματα, Σαρτρ, θα παραδεχτεί ότι «κανένας δεν χάρισε στον Καμύ το Νόμπελ». Το 1960 σκοτώνεται μαζί με το φίλο και εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Στην τσάντα του είχε έτοιμα τα χειρόγραφα του έργου του «Ο πρώτος άνθρωπος».

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του γάλλου συγγραφέα και φιλοσόφου ο γιος του, Ζαν, σε συνέντευξή του στην ισπανική «Ελ Παΐς», δήλωνε για τον «Ξένο»:

«Το έχω διαβάσει περισσότερες από 20 φορές και κάθε φορά βρίσκω διαφορετικά πράγματα. Είναι το πιο ευκολοδιάβαστο, το πιο σύντομο και επίσης το πιο μυστηριώδες βιβλίο. Είναι γραμμένο για τους ανθρώπους. Ένας συνθέτης είπε ότι έχει μια μουσική μέσα του, μια συνεχόμενη μελωδία όπως του Μπαχ. Θυμάμαι μια μέρα που ο πατέρας μου ήταν λυπημένος, χωρίς λεφτά, και είχε κάποια προβλήματα με το συμβόλαιό του με τον εκδοτικό οίκο Γκαλιμάρ. Τηλεφώνησε τότε στον ποιητή Φρανσίς Πονζ και αυτός του είπε: Μην ανησυχείς. Ο Ξένος θα μείνει για πάντα»…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»