Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της κόρης του Κάδμου Σεμέλης, έρχεται στη Θήβα για να επιβάλει τη λατρεία του. Οι κόρες του Κάδμου αμφισβητούν την θεϊκή του καταγωγή αλλά παθιάζονται, και ως Μαινάδες πηγαίνουν στον Κιθαιρώνα λατρεύοντάς τον.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Ο βασιλιάς Πενθέας αποφασίζει να στραφεί με βία ενάντια στις Μαινάδες και πηγαίνει στο βουνό, όπου εκείνες με πρώτη τη μητέρα του Αγαύη τον διαμελίζουν. Όταν η Αγαύη συνειδητοποιεί τι έκανε μέσα στην παραφροσύνη των τελετουργιών της φύσης,  η καταστροφή του οίκου του Κάδμου έχει ήδη συντελεστεί.

Ο Ευριπίδης έγραψε τις Βάκχες στη Μακεδονία όπου ζούσε, αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα.Πολλοί γράφουν ότι ο Ευριπίδης στα γεράματά του προσηλυτίστηκε από τη νέα θρησκεία κι έγινε μυστικιστής. Άλλοι είπαν πως αντιθέτως στις Βάκχες, χτυπά βίαια την υπερβολή της θρησκευτικής πίστης των συγχρόνων του. Άλλοι πως πίστευε με ευσέβεια σε μια ηθική ανώτερη δύναμη, που ρύθμιζε τα ανθρώπινα. Ανεξάρτητα όμως με το τι πρέσβευε, οι Βάκχες είναι η μοναδική σωζόμενη τραγωδία με θέμα τον Διόνυσο. Ο θεός παρουσιάζεται τόσο σκληρός, σκοτεινός κι’ εκδικητικός που εξεγείρει τα πρωτόγονα ένστικτα  των οπαδών του. Ο Διόνυσος, εγωιστικά φιλόδοξος, εξαγγέλλει την θριαμβευτική του αναγνώριση στην Ελλάδα.

Η πολυδύναμη δομή του έργου αναφέρεται στην επικοινωνία του ανθρώπου με το θείο, που ποτέ δεν ήταν αγαθή. Ο φόβος για το άγνωστο, που τον ωθεί σε τυπολατρικά εξευμενισμού,  στις Βάκχες γίνεται μια «ιερή μανία», μια μαγική τελετουργία με «ωμοφάγον χάριν», την οποία ο Ευριπίδης προσπερνά γρήγορα και όσο γίνεται πιο ανάλαφρα.

Ο Γκαίτε είπε πως οι Βάκχες είναι η πιο εντυπωσιακή απόδειξη της δύναμης του θεού και της τυφλότητας του ανθρώπου.  Αυτή η δύναμη που μεταβάλει την συνείδηση του ανθρώπου καθώς γίνεται «ένθεος» με την ωμοφαγία,  παρακινούμενος από πρωτόγονα ένστικτα και την μεταδοτικότητα της ομαδικότητας, είναι μια ενδυνάμωση της πνευματικής ορμής.

Εφ΄όσον φυσικά αποβάλει τους περιορισμούς της κοινωνικής του ύπαρξης και κυριευμένος από επιθυμία γίνει μαινόμενος. Λευερωμένος από τις αιώνιες αντιθέσεις που συνυπάρχουν μέσα του.

Η σκηνοθετική έμπνευση  του Έκτορα Λυγίζου απενδύθηκε κάθε τι το Διονυσιακό. Δεν μεθύσαμε με την ομορφιά της Λυρικής ποίησης, με την όρχηση και την αφθονία ρυθμών και μέτρων.

Εδώ τα χορικά που υμνούν τις φυσικές ηδονές, δοσμένα από τον Ευριπίδη με εκστατική δύναμη έχουν αποκοπεί σαν να ‘ναι περιττά. Δίχως μουσική, με λιγοστό φωτισμό σ’ ένα άδειο σκηνικό όπου αρμενίζουν πένθιμα τρία μοβ τεράστια σεντόνια, οχτώ ηθοποιοί παλεύουν με αδυναμίες στην άρθρωση το σπαραγμένο έργο.

Απαθής απαγγελία (καλός ο Αργύρης Πανταζάρας και ο Χρήστος Στέργιογλου), κοστούμια ανέμπνευστα και περιορισμένη ιδιότυπη κίνηση, ματαίωσαν την όποια εκστατική διάχυση στους αποκαρδιωμένους θεατές.

Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Διασκευή – σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος
Σκηνικό – κοστούμια: Κλειώ Μπομπότη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Μακιγιάζ: Ιωάννα Λυγίζου
Αγγλικοί υπέρτιτλοι: Λύο Καλοβυρνάς
Βοηθός σκηνοθέτις: Εύα Βλασσοπούλου
Βοηθός σκηνογράφου: Στεφανία-Ηλέκτρα Πανταβού
Δραματολογική συνεργασία: Κατερίνα Κωνσταντινάκου
Σωματική προετοιμασία-Τεχνική Alexander : Βίκυ Παναγιωτάκη
Φωνητική προετοιμασία: Ρηνιώ Κυριαζή

Παίζουν: Ανθή Ευστρατιάδου, Έκτορας Λυγίζος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Άρης Μπαλής, Αργύρης Πανταζάρας, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Στέργιογλου

Συμπαραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας